καταχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=se réjouir aux dépens de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίρω]].
|btext=se réjouir aux dépens de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταχαίρω''': μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= [[ἐπιχαίρω]]), [[χαίρω]] διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129· [[εἴτε]] εὐνοίῃ ἐποίησε [[ταῦτα]] [[εἴτε]] καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. [[λίαν]], [[σφόδρα]] [[χαίρω]], κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
|elnltext=κατα-χαίρω leedvermaak hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχαίρω:''' [[злорадно насмехаться]], [[злорадствовать]] (ἐπί τινι, κ. καὶ κατακερτομεῖν Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταχαίρω:''' [[περιφρονώ]], [[υποτιμώ]], [[περιγελώ]], [[καταχαίρομαι]] περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., <i>καταχαίρων</i>, με χαιρέκακη [[διάθεση]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταχαίρω:''' [[περιφρονώ]], [[υποτιμώ]], [[περιγελώ]], [[καταχαίρομαι]] περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., <i>καταχαίρων</i>, με χαιρέκακη [[διάθεση]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχαίρω:''' [[злорадно насмехаться]], [[злорадствовать]] (ἐπί τινι, κ. καὶ κατακερτομεῖν Her.).
|lstext='''καταχαίρω''': μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= [[ἐπιχαίρω]]), [[χαίρω]] διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129· [[εἴτε]] εὐνοίῃ ἐποίησε [[ταῦτα]] [[εἴτε]] καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. [[λίαν]], [[σφόδρα]] [[χαίρω]], κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χαίρω leedvermaak hebben.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[exult]] [[over]], c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with [[malignant]] joy, Hdt.
|mdlsjtxt=<br />to [[exult]] [[over]], c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with [[malignant]] joy, Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαίρω Medium diacritics: καταχαίρω Low diacritics: καταχαίρω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΙΡΩ
Transliteration A: katachaírō Transliteration B: katachairō Transliteration C: katachairo Beta Code: kataxai/rw

English (LSJ)

fut. -A χᾰροῦμαι LXX Pr.1.26:—exult over, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. Hdt.1.129; εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων with malicious joy, Id.7.239. II rejoice much, Alciphr.2.4, IG14.2410.11, Supp.Epigr.2.844 (Syria).

French (Bailly abrégé)

se réjouir aux dépens de, τινι.
Étymologie: κατά, χαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χαίρω leedvermaak hebben.

Russian (Dvoretsky)

καταχαίρω: злорадно насмехаться, злорадствовать (ἐπί τινι, κ. καὶ κατακερτομεῖν Her.).

Greek Monolingual

(AM καταχαίρω)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, -η, -ο
α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής
β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη
νεοελλ.-μσν.
μέσ. καταχαίρομαι
α) είμαι γεμάτος χαρά, χαίρω πάρα πολύ
β) απολαμβάνω με ευχαρίστηση
μσν.
μέσ. χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον
αρχ.
χαίρομαι για το κακό ή τη δυστυχία άλλου, επιχαίρω, χαιρεκακώ, είμαι χαιρέκακος.

Greek Monotonic

καταχαίρω: περιφρονώ, υποτιμώ, περιγελώ, καταχαίρομαι περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., καταχαίρων, με χαιρέκακη διάθεση, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίρω: μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= ἐπιχαίρω), χαίρω διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129· εἴτε εὐνοίῃ ἐποίησε ταῦτα εἴτε καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. λίαν, σφόδρα χαίρω, κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.

Middle Liddell


to exult over, c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with malignant joy, Hdt.