κιρρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ά, όν :<br />orange, fauve (<i>entre</i> [[πυρρός]] <i>et</i> [[ξανθός]]).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre.
|btext=ά, όν :<br />orange, fauve (<i>entre</i> [[πυρρός]] <i>et</i> [[ξανθός]]).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κιρρός''': -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ [[ξανθός]], [[οἶνος]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.
|elnltext=κιρρός -ά -όν geelachtig:. κιρρὸς οἶνος witte wijn Hp. Acut. 52.
}}
{{elru
|elrutext='''κιρρός:''' лимонно-желтый или янтарного цвета ([[ἱμάτιον]] Sext.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 22: Line 25:
|mltxt=[[κιρρός]], -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. [[κιρράς]], -[[άδος]]) (Α) [[κιτρινωπός]], [[υπόξανθος]] («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς [[οἶνος]] καὶ [[γλυκύς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό <i>ρ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[πυρρός]]. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>šiřmas</i>, <i>šiřvas</i> «[[γκρι]], [[γκρι]]-[[μπλε]]» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με μέσ. ιρλδ. <i>ciar</i> «[[φαιός]]» και ρωσ. <i>s</i><i>ě</i><i>ryj</i> «[[γκρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιρρίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιρράζω]], [[κιρρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κιρροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρροκοιλάδιον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκιρρος</i>, [[υπόκιρρος]]].
|mltxt=[[κιρρός]], -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. [[κιρράς]], -[[άδος]]) (Α) [[κιτρινωπός]], [[υπόξανθος]] («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς [[οἶνος]] καὶ [[γλυκύς]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό <i>ρ</i> ερμηνεύεται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[πυρρός]]. Η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>šiřmas</i>, <i>šiřvas</i> «[[γκρι]], [[γκρι]]-[[μπλε]]» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με μέσ. ιρλδ. <i>ciar</i> «[[φαιός]]» και ρωσ. <i>s</i><i>ě</i><i>ryj</i> «[[γκρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κιρρίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κιρράζω]], [[κιρρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κιρροειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρροκοιλάδιον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>έγκιρρος</i>, [[υπόκιρρος]]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κιρρός:''' лимонно-желтый или янтарного цвета ([[ἱμάτιον]] Sext.).
|lstext='''κιρρός''': -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ [[ξανθός]], [[οἶνος]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.
}}
{{elnl
|elnltext=κιρρός -ά -όν geelachtig:. κιρρὸς οἶνος witte wijn Hp. Acut. 52.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρρός Medium diacritics: κιρρός Low diacritics: κιρρός Capitals: ΚΙΡΡΟΣ
Transliteration A: kirrós Transliteration B: kirros Transliteration C: kirros Beta Code: kirro/s

English (LSJ)

ά, όν, orange-tawny, between πυρρός and ξανθός, οἶνος Hp. Acut.52, cf. Arist.Fr.307, Mnesith. ap. Ath.1.32d, Nic.Al.44; τροχίσκος ὁ κ. Antyll. ap. Orib.10.24.10.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
orange, fauve (entre πυρρός et ξανθός).
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρρός -ά -όν geelachtig:. κιρρὸς οἶνος witte wijn Hp. Acut. 52.

Russian (Dvoretsky)

κιρρός: лимонно-желтый или янтарного цвета (ἱμάτιον Sext.).

Spanish

anaranjado

Greek Monolingual

κιρρός, -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, -άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η σύνδεση με λιθουαν. šiřmas, šiřvas «γκρι, γκρι-μπλε» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη είναι και η σύνδεση με μέσ. ιρλδ. ciar «φαιός» και ρωσ. sěryj «γκρι».
ΠΑΡ. αρχ. κιρρίς
μσν.
κιρράζω, κιρρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιρροειδής
αρχ.
κιρροκοιλάδιον. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκιρρος, υπόκιρρος].

Greek (Liddell-Scott)

κιρρός: -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ ξανθός, οἶνος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: red-yellow, yellow-brown, of οἶνος, νέκταρ (Hp., Nic.), f. κιρράς (Nic.).
Compounds: Compp.: ὑπό- (Hp., Dsc., Gal.), ἔγ-κιρρος (Dsc.; Strömberg Prefix Studies 127), κιρρο-ειδής (Apollod. Myth.).
Derivatives: κιρρώδης (Hippiatr.). κιρρίς f. a sea-fish (Opp.); cf. κηρίς s. κηρός (κιρρά [for κίρρα?] H.); also = εἶδος ἱέρακος (EM 515, 15); cf. κεῖρις ὄρνεον, ἱέραξ, οἱ δε ἁλκυόνα H., from which Lat. cīris sea-bird, s. W.-Hofmann s. v.; also κίρις ... ὄρνεον H.;
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Quite uncertain hypotheses in v. Blumenthal Hesychst. 40f. - On the geminata -ρρ- cf. πυρρός (or expressive?). Unexplained. The comparison with Lith. šir̃mas, šir̃vas (blew)grey (Prellwitz, Frisk IF 49, 99) is problematic as regards the vowels, as Lith. -ir̃- is prob. zero grade (Pok. 573f.). Acc. to others to Slav., e. g. R.-CSl. sěrь grey, MIr. cīar dark etc. (Pok. 540f.); diff. on the Slav. words Vasmer Wb. s. séruj.

Frisk Etymology German

κιρρός: {kirrós}
Meaning: rotgelb, gelbbraun, von οἶνος, νέκταρ (Hp., Nik. u. a.), f. κιρράς (Nik.).
Composita: Nuancierende Kompp. und Abl.: ὑπό- (Hp., Dsk., Gal.), ἔγκιρρος (Dsk.; Strömberg Prefix Studies 127), κιρροειδής (Apollod. Myth.), κιρρώδης (Hippiatr.).
Derivative: Außerdem κιρρίς f. N. eines Seefisches (Opp.); vgl. κηρίς m. Lit. s. κηρός (κιρρά [für κίρρα?] H.); auch = εἶδος ἱέρακος (EM 515, 15); vgl. κεῖρις· ὄρνεον, ἱέραξ, οἱ δὲ ἁλκυόνα H., woraus lat. cīris Meervogel, s. W.-Hofmann s. v.; auch κίρις· ... ὄρνεον H.; ganz unsichere Hypothesen bei v. Blumenthal Hesychst. 40f. — Hierher auch κίρα, κίραφος Fuchs, s. d.
Etymology: Zur Geminata -ρρ- vgl. πυρρός (oder volkstümlich-expressiv?). Nicht befriedigend erklärt. Der Vergleich mit lit. šir̃mas, šir̃vas ‘(blau)grau, grauschimmelig’ (Prellwitz, Frisk IF 49, 99) verstößt gegen den Vokalismus, da lit. -ir̃- unbedingt am ehesten als Schwundstufe zu gelten hat (WP. 1, 409, Pok. 573f.). Nach Anderen zu slav., z. B. r.-ksl. sěrь grau, mir. cīar dunkel usw. (WP. 1, 360, Pok. 540f.); anders über die slav. Wörter Vasmer Wb. s. séryj.
Page 1,857