πάγχριστος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />oint tout entier.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χριστός]].
|btext=ος, ον :<br />oint tout entier.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χριστός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάγχριστος''': -ον, ([[χρίω]]) ὁ [[ὅλως]] ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται [[ἄνευ]] οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― [[ἔλλειψις]] [[ἀδύνατος]]· καὶ [[μέχρι]] τοῦδε οὐδεμία [[ἑρμηνεία]] ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.
|elnltext=πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.
}}
{{elru
|elrutext='''πάγχριστος:''' [[весь умащенный или пропитанный]] (предполож. [[πέπλος]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πάγχριστος:''' -ον ([[χρίω]]), επιχρισμένος [[παντού]]· <i>πάγχριστον</i>, <i>τό</i> (ενν. [[φάρμακον]]), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο [[επικάλυψη]], που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.
|lsmtext='''πάγχριστος:''' -ον ([[χρίω]]), επιχρισμένος [[παντού]]· <i>πάγχριστον</i>, <i>τό</i> (ενν. [[φάρμακον]]), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο [[επικάλυψη]], που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάγχριστος:''' [[весь умащенный или пропитанный]] (предполож. [[πέπλος]] Soph.).
|lstext='''πάγχριστος''': -ον, ([[χρίω]]) ὁ [[ὅλως]] ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται [[ἄνευ]] οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― [[ἔλλειψις]] [[ἀδύνατος]]· καὶ [[μέχρι]] τοῦδε οὐδεμία [[ἑρμηνεία]] ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάγ-χριστος, ον, [[χρίω]]<br />all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to [[mean]] [[full]]-anointing, Soph.
|mdlsjtxt=πάγ-χριστος, ον, [[χρίω]]<br />all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to [[mean]] [[full]]-anointing, Soph.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχριστος Medium diacritics: πάγχριστος Low diacritics: πάγχριστος Capitals: ΠΑΓΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pánchristos Transliteration B: panchristos Transliteration C: pagchristos Beta Code: pa/gxristos

English (LSJ)

ον, (χρίω) thoroughly anointed: τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς without a Subst. in a corrupt passage, S.Tr.661 (lyr.; Sch. supplies πέπλῳ).

German (Pape)

[Seite 436] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint tout entier.
Étymologie: πᾶς, χριστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.

Russian (Dvoretsky)

πάγχριστος: весь умащенный или пропитанный (предполож. πέπλος Soph.).

Greek Monolingual

πάγχριστος, -ον (Α)
ο εντελώς χρισμένος, ο αλειμμένος ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χριστός (< χρίω)].

Greek Monotonic

πάγχριστος: -ον (χρίω), επιχρισμένος παντού· πάγχριστον, τό (ενν. φάρμακον), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο επικάλυψη, που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχριστος: -ον, (χρίω) ὁ ὅλως ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται ἄνευ οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― ἔλλειψις ἀδύνατος· καὶ μέχρι τοῦδε οὐδεμία ἑρμηνεία ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πάγ-χριστος, ον, χρίω
all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to mean full-anointing, Soph.