παρακαθίημι: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=laisser tomber, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίημι]].
|btext=laisser tomber, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακαθίημι''': μέλλ.· -καθήσω, [[καταβιβάζω]] [[προσέτι]] ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - [[καταβιβάζω]] πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ [[κάτω]] πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν [[ἡσυχῇ]] παρακαθῆσε (τὸν [[δακτύλιον]]) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), [[καταπίπτω]], παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.
|elnltext=παρα-καθίημι laten zakken (naast).
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαθίημι:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[спускать]] (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ронять]] (τὸν [[δακτύλιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρακαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[αφήνω]] δίπλα μου, [[βάζω]] [[παραδίπλα]]· στη Μέσ., <i>πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο</i>, ξένησε την [[παραίτηση]] του πηδαλίου δίπλα στη [[λαγουδέρα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παρακαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[αφήνω]] δίπλα μου, [[βάζω]] [[παραδίπλα]]· στη Μέσ., <i>πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο</i>, ξένησε την [[παραίτηση]] του πηδαλίου δίπλα στη [[λαγουδέρα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακαθίημι:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[спускать]] (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[ронять]] (τὸν [[δακτύλιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).
|lstext='''παρακαθίημι''': μέλλ.· -καθήσω, [[καταβιβάζω]] [[προσέτι]] ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - [[καταβιβάζω]] πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ [[κάτω]] πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν [[ἡσυχῇ]] παρακαθῆσε (τὸν [[δακτύλιον]]) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), [[καταπίπτω]], παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-καθίημι laten zakken (naast).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -καθήσω<br />to let [[down]] [[beside]]: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the [[rudder]] to be let [[down]] [[beside]] the [[rudder]]-bars, Eur.
|mdlsjtxt=fut. -καθήσω<br />to let [[down]] [[beside]]: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the [[rudder]] to be let [[down]] [[beside]] the [[rudder]]-bars, Eur.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίημι Medium diacritics: παρακαθίημι Low diacritics: παρακαθίημι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: parakathíēmi Transliteration B: parakathiēmi Transliteration C: parakathiimi Beta Code: parakaqi/hmi

English (LSJ)

A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers... Arist.HA622b14; let drop or sink by the side, τὰς χεῖρας Plu.Nic.9; δακτύλιον Id.2.63e: abs., send out side-roots, Thphr.HP8.2.3:—Med., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο E.Hel.1536. 2 intr. (sc. ἑαυτόν), sink down, π. τοῖς σώμασι διὰ τὸν κόπον Plb.35.1.4.

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καθίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαθῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαθιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

laisser tomber, acc..
Étymologie: παρά, καθίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθίημι laten zakken (naast).

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίημι: тж. med.
1) спускать (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);
2) ронять (τὸν δακτύλιον Plut.);
3) (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. κατεβάζω ή αφήνω κάτι να κρέμεται ή να πέσει κάτω και κοντά μου
2. καταπίπτω, πέφτω καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίημι «αφήνω, ρίχνω, καταβιβάζω»].

Greek Monotonic

παρακαθίημι: μέλ. -καθήσω, αφήνω δίπλα μου, βάζω παραδίπλα· στη Μέσ., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, ξένησε την παραίτηση του πηδαλίου δίπλα στη λαγουδέρα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίημι: μέλλ.· -καθήσω, καταβιβάζω προσέτι ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: οὕτως ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - καταβιβάζω πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κάτω πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν ἡσυχῇ παρακαθῆσε (τὸν δακτύλιον) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), καταπίπτω, παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.

Middle Liddell

fut. -καθήσω
to let down beside: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the rudder to be let down beside the rudder-bars, Eur.