προσδεής: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a encore besoin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προσδέομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />qui a encore besoin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προσδέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσδεής:''' [[сверх того нуждающийся]], [[имеющий надобность]] (τινος Plut., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προσδεής:''' -ές ([[δέω]] Β), αυτός που έχει [[επιπλέον]] [[ανάγκη]], αυτός που έχει [[ακόμα]] [[έλλειψη]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''προσδεής:''' -ές ([[δέω]] Β), αυτός που έχει [[επιπλέον]] [[ανάγκη]], αυτός που έχει [[ακόμα]] [[έλλειψη]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσδεής''': -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς [[προσέτι]], τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 4, Πολυδ. Ε΄, 170. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προσ-δεής, ές [δέω2]<br />needing [[besides]], yet [[lacking]], τινος Plat. | |mdlsjtxt=προσ-δεής, ές [δέω2]<br />needing [[besides]], yet [[lacking]], τινος Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.
German (Pape)
[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen.
Russian (Dvoretsky)
προσδεής: сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν-δεής].
Greek Monotonic
προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.
Middle Liddell
προσ-δεής, ές [δέω2]
needing besides, yet lacking, τινος Plat.