προσβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=faire violence à, violenter, acc. ; <i>Pass. (part. ao.</i> προσβιασθείς) être contraint par la violence.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βιάζομαι.
|btext=faire violence à, violenter, acc. ; <i>Pass. (part. ao.</i> προσβιασθείς) être contraint par la violence.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βιάζομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσβιάζομαι''': ἀποθετ., [[ἀναγκάζω]], «[[βιάζω]]», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. [[ταῦτα]], τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου [[κυριεύω]] θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.
|elnltext=προσ-βιάζομαι, alleen med. geweld toepassen, dwingen.
}}
{{elru
|elrutext='''προσβιάζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принуждать]], [[вынуждать]] (τινα Arph., Plat.): οὐ [[τοίνυν]] [[δεῖ]] [[ταῦτα]] π. Plat. не следует, однако, толковать этого с натяжкой;<br /><b class="num">2)</b> [[теснить]]: [[μέρος]] προσβιασθέν Thuc. оттесненная (неприятелем) часть;<br /><b class="num">3)</b> [[применять силу]], [[идти приступом]] (τόπῳ τινί Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσβιάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αναγκάζω]], [[βιάζω]], <i>τινα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αόρ. αʹ <i>προσβιασθῆναι</i>, με Παθ. [[σημασία]], αναγκάζομαι ή πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσβιάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αναγκάζω]], [[βιάζω]], <i>τινα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αόρ. αʹ <i>προσβιασθῆναι</i>, με Παθ. [[σημασία]], αναγκάζομαι ή πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσβιάζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[принуждать]], [[вынуждать]] (τινα Arph., Plat.): οὐ [[τοίνυν]] [[δεῖ]] [[ταῦτα]] π. Plat. не следует, однако, толковать этого с натяжкой;<br /><b class="num">2)</b> [[теснить]]: [[μέρος]] προσβιασθέν Thuc. оттесненная (неприятелем) часть;<br /><b class="num">3)</b> [[применять силу]], [[идти приступом]] (τόπῳ τινί Diod.).
|lstext='''προσβιάζομαι''': ἀποθετ., [[ἀναγκάζω]], «[[βιάζω]]», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. [[ταῦτα]], τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου [[κυριεύω]] θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-βιάζομαι, alleen med. geweld toepassen, dwingen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσομαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[compel]], [[constrain]], τινα Ar.<br /><b class="num">II.</b> aor1 προσβιασθῆναι, in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] or [[hard]] pressed, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. άσομαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[compel]], [[constrain]], τινα Ar.<br /><b class="num">II.</b> aor1 προσβιασθῆναι, in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] or [[hard]] pressed, Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβῐάζομαι Medium diacritics: προσβιάζομαι Low diacritics: προσβιάζομαι Capitals: ΠΡΟΣΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosbiázomai Transliteration B: prosbiazomai Transliteration C: prosviazomai Beta Code: prosbia/zomai

English (LSJ)

A compel, constrain, τινα Ar.Pl.16, Pl.Ep.331b; π. ταῦτα push too far, Id.Cra.410a: abs., use force, Arist.GA726b8; τῇ συνουσίᾳ Sor.1.24 (Pass.). II π. τόποις προσάντεσι force or storm heights, D.S.20.39: aor. Pass. προσβιασθῆναι, to be forced or hard pressed, Th.1.106. III assist parturition by straining, Sor.1.70. IV contend in addition, A.D.Synt.258.6.

German (Pape)

[Seite 753] 1) dazu nöthigen oder zwingen, τινά, Ar. Plut. 16; μὴ ἐθέλοντά γε προσβιαζοίμην, Plat. Ep. VII, 321 b, vgl. Crat. 410 a; auch pass., προσβιασθέν, Thuc. 1, 106. – 2) τόπῳ, Gewalt brauchen gegen einen Ort, ihn bestürmen, D. Sic. 20, 39.

French (Bailly abrégé)

faire violence à, violenter, acc. ; Pass. (part. ao. προσβιασθείς) être contraint par la violence.
Étymologie: πρός, βιάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βιάζομαι, alleen med. geweld toepassen, dwingen.

Russian (Dvoretsky)

προσβιάζομαι:
1) принуждать, вынуждать (τινα Arph., Plat.): οὐ τοίνυν δεῖ ταῦτα π. Plat. не следует, однако, толковать этого с натяжкой;
2) теснить: μέρος προσβιασθέν Thuc. оттесненная (неприятелем) часть;
3) применять силу, идти приступом (τόπῳ τινί Diod.).

Greek Monolingual

Α
1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον
2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.)
3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.)
4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη
5. ισχυρίζομαι επί πλέον
6. φρ. α) «προσβιάζομαι ταῦτα» — υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
β) «προσβιάζομαι τόπῳ» — κυριεύω μια θέση διά της βίας ή με έφοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βιάζομαι (< βία)].

Greek Monotonic

προσβιάζομαι: μέλ. -άσομαι,
I. αποθ., αναγκάζω, βιάζω, τινα, σε Αριστοφ.
II. αόρ. αʹ προσβιασθῆναι, με Παθ. σημασία, αναγκάζομαι ή πιέζομαι, βιάζομαι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσβιάζομαι: ἀποθετ., ἀναγκάζω, «βιάζω», τινα Ἀριστοφ. Πλ. 16, Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β· ― πρ. ταῦτα, τὸ παρακάμνω, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α· ἀπολ., μεταχειρίζομαι βίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 4. ΙΙ. πρ. τόπῳ, διὰ τῆς βίας ἢ ἐξ ἐφόδου κυριεύω θέσιν τινά, Διόδ. 20. 30. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ. ἀορ. προσβιασθῆναι, ἀναγκασθῆναι, πιεσθῆναι ἰσχυρῶς, Θουκ. 1. 106.

Middle Liddell

fut. άσομαι
I. Dep. to compel, constrain, τινα Ar.
II. aor1 προσβιασθῆναι, in pass. sense, to be forced or hard pressed, Thuc.