πολύκλυστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux vagues fortement agitées.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κλύζω]].
|btext=ος, ον :<br />aux vagues fortement agitées.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κλύζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύκλυστος''': -ον, [[πολυκύμαντος]], τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.
|elnltext=πολύκλυστος -ον [πολύς, κλύζω] hevig klotsend:. πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ in de hevig klotsende zee Od. 6.204. door veel golven omspoeld:. πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ op het door golven omspoelde Cyprus Hes. Th. 199.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сильно волнующийся]], [[бурный]] ([[πόντος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем ([[Κύπρος]] Hes.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολύκλυστος:''' -ον ([[κλύζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κατακλύζεται από [[πολλά]] κύματα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πολύκλυστος:''' -ον ([[κλύζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κατακλύζεται από [[πολλά]] κύματα, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύκλυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сильно волнующийся]], [[бурный]] ([[πόντος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем ([[Κύπρος]] Hes.).
|lstext='''πολύκλυστος''': -ον, [[πολυκύμαντος]], τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκλυστος -ον [πολύς, κλύζω] hevig klotsend:. πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ in de hevig klotsende zee Od. 6.204. door veel golven omspoeld:. πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ op het door golven omspoelde Cyprus Hes. Th. 199.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλυστος, ον, [[κλύζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[much]]-[[dashing]], Od. Hes.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. washed by [[many]] a [[wave]], Hes.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλυστος, ον, [[κλύζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[much]]-[[dashing]], Od. Hes.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. washed by [[many]] a [[wave]], Hes.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλυστος Medium diacritics: πολύκλυστος Low diacritics: πολύκλυστος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: polýklystos Transliteration B: polyklystos Transliteration C: polyklystos Beta Code: polu/klustos

English (LSJ)

ον, A much-dashing, stormy, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Od.4.354, 6.204, Hes.Th.189, cf. Pancrat.Oxy. 1085.13. II Pass., washed by many a wave, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Hes.Th.199; φάραγγες Ὄσσης A.R.1.597.

German (Pape)

[Seite 664] viel aus-, bespülend, stark wogend; πόντος, Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vagues fortement agitées.
Étymologie: πολύς, κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλυστος -ον [πολύς, κλύζω] hevig klotsend:. πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ in de hevig klotsende zee Od. 6.204. door veel golven omspoeld:. πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ op het door golven omspoelde Cyprus Hes. Th. 199.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλυστος:
1) сильно волнующийся, бурный (πόντος Hom.);
2) омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем (Κύπρος Hes.).

English (Autenrieth)

(κλύζω): much or loudly surging. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδηςνῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό-κλυστος].

Greek Monotonic

πολύκλυστος: -ον (κλύζω),·
I. θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
II. Παθ., αυτός που κατακλύζεται από πολλά κύματα, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλυστος: -ον, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.

Middle Liddell

πολύ-κλυστος, ον, κλύζω
I. much-dashing, Od. Hes.
II. pass. washed by many a wave, Hes.