πρωτοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adj. f.</i><br />qui met bas pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[τίκτω]].
|btext=<i>adj. f.</i><br />qui met bas pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[τίκτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρωτοτόκος''': Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ [[πρώτως]] τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. [[μήτηρ]], ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.
|elnltext=πρωτοτόκος -ον [πρῶτος, τίκτω] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, voor het eerst barend.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτοτόκος:''' дор. [[πρατοτόκος|πρᾱτοτόκος]] adj. f первородящая или впервые родившая ([[μήτηρ]] Hom., Plat.; ὗς Arst.; [[αἴξ]] Theocr.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πρωτοτόκος:''' Δωρ. πρᾱτο-, -ον ([[τίκτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]] που γεννά πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[πρωτότοκος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
|lsmtext='''πρωτοτόκος:''' Δωρ. πρᾱτο-, -ον ([[τίκτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]] που γεννά πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[πρωτότοκος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρωτοτόκος:''' дор. [[πρατοτόκος|πρᾱτοτόκος]] adj. f первородящая или впервые родившая ([[μήτηρ]] Hom., Plat.; ὗς Arst.; [[αἴξ]] Theocr.).
|lstext='''πρωτοτόκος''': Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ [[πρώτως]] τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. [[μήτηρ]], ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτοτόκος -ον [πρῶτος, τίκτω] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, voor het eerst barend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[πρωτότοκος]] [[τίκτω]]<br />[[bearing]] her [[first]]-[[born]], Il., Theocr.
|mdlsjtxt=[cf. [[πρωτότοκος]] [[τίκτω]]<br />[[bearing]] her [[first]]-[[born]], Il., Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκος Medium diacritics: πρωτοτόκος Low diacritics: πρωτοτόκος Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: prōtotókos Transliteration B: prōtotokos Transliteration C: prototokos Beta Code: prwtoto/kos

English (LSJ)

(parox.), Dor. πρᾱτοτόκος, ον, A bearing or having borne her first-born, μήτηρ π., of a heifer, Il.17.5; αἴξ Theoc. 5.27; ὗς, ταὧς, Arist.HA546a12, 564a30; κύων Dsc.2.70.6; of women, Pl.Tht.151c,161a; νύμφη Orph.L.193. II proparox. πρωτότοκος, ον, Pass., first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ π. τῶν προβάτων LXX Ge.4.4, cf. PMag. Osl.1.312; π. ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43. 2 metaph., π. πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui met bas pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τίκτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοτόκος -ον [πρῶτος, τίκτω] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, voor het eerst barend.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοτόκος: дор. πρᾱτοτόκος adj. f первородящая или впервые родившая (μήτηρ Hom., Plat.; ὗς Arst.; αἴξ Theocr.).

English (Autenrieth)

(τίκτω): about to bear (‘come in’) for the first time, of a heifer, Il. 17.5†.

Greek Monolingual

-ο / πρωτοτόκος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α
(για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος.
επίρρ...
πρωτοτόκως Μ
με τον πρώτο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾱτο-, -ον (τίκτω),·
I. γυναίκα που γεννά πρώτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
II. προπαροξ., πρωτότοκος, -ον, Παθ., αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ πρώτως τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. μήτηρ, ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.

Middle Liddell

[cf. πρωτότοκος τίκτω
bearing her first-born, Il., Theocr.