σκευοποιέω: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σκευοποιέομαι]], [[σκευοποιοῦμαι]] se parer de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]]. | |btext=-ῶ :<br />fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σκευοποιέομαι]], [[σκευοποιοῦμαι]] se parer de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκευοποιέω [σκευοποιός] vervaardigen ( spec. werktuigen). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκευοποιέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изготовлять]], [[делать]] (ὄργανα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[наряжать]], [[одевать]]: τοῖς συμβόλοις τινός σκευοποιεῖσθαι Plut. надевать на себя чей-л. наряд. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκευοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκευοποιός]]), [[κατασκευάζω]], φτιάχνω, [[επινοώ]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σκευοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκευοποιός]]), [[κατασκευάζω]], φτιάχνω, [[επινοώ]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκευοποιέω]], fut. -ήσω [[σκευοποιός]]<br />to [[fabricate]], Plut. | |mdlsjtxt=[[σκευοποιέω]], fut. -ήσω [[σκευοποιός]]<br />to [[fabricate]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
A fabricate, (ὄργανα) Plu.Marc.16 (Pass.); ῥυτόν Ath. 11.497b (Pass.). II esp. prepare by art or cunning, σ. τὰς ὄψεις, of women painting their faces, Alex.98.[27]; σ. διαθήκας forge a will, Is.Fr.8, cf. Fr.89, Hyp.Fr.124:—Pass., to be tricked out, disguised, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Plu.2.59b.
German (Pape)
[Seite 894] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = σκευάζω, mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;
Moy. σκευοποιέομαι, σκευοποιοῦμαι se parer de, τινι.
Étymologie: σκευοποιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευοποιέω [σκευοποιός] vervaardigen ( spec. werktuigen).
Russian (Dvoretsky)
σκευοποιέω:
1) изготовлять, делать (ὄργανα Plut.);
2) наряжать, одевать: τοῖς συμβόλοις τινός σκευοποιεῖσθαι Plut. надевать на себя чей-л. наряд.
Greek Monotonic
σκευοποιέω: μέλ. -ήσω (σκευοποιός), κατασκευάζω, φτιάχνω, επινοώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοποιέω: κατασκευάζω, ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, παρασκευάζω διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην γράφω, πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, ἀλλάσσω ἔνδυμα, μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. σκευωρέομαι II.
Middle Liddell
σκευοποιέω, fut. -ήσω σκευοποιός
to fabricate, Plut.