συγκάμνω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συγκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> συνέκαμον;<br /><b>1</b> travailler <i>ou</i> faire effort avec, aider, assister, τινι;<br /><b>2</b> compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάμνω]].
|btext=<i>f.</i> συγκαμοῦμαι, <i>ao.2</i> συνέκαμον;<br /><b>1</b> travailler <i>ou</i> faire effort avec, aider, assister, τινι;<br /><b>2</b> compatir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κάμνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκάμνω''': [[συμπάσχω]], συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ μετά τινος, [[ὑποφέρω]] μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.
|elnltext=συγ-κάμνω mee-lijden (met), ook lijden (onder), met dat.: σοῖς πήμασι uw ellende Aeschl. PV 414. zich mede inspannen; met dat. samen met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκάμνω:''' (fut. συγκαμοῦμαι, aor. 2 συνέκαμον)<br /><b class="num">1)</b> [[совместно трудиться]], [[помогать]] (τινί Soph., Eur., Plut.): σ. [[δορί]] Eur. помогать оружием;<br /><b class="num">2)</b> [[принимать участие]] (в ком-л.), сочувствовать, соболезновать (ταῖς τοῦ Προμηθέως πήμασι Aesch.; τοῖς κακοῖς τινος Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκάμνω:''' μέλ. -[[καμοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>συνέκᾰμον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μοχθώ]] ή [[υποφέρω]] από κοινού με κάποιον, [[συμπάσχω]] με, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]] ή [[μοχθώ]] μαζί με κάποιον, [[συνεργάζομαι]], <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] από κοινού, σε Σοφ.
|lsmtext='''συγκάμνω:''' μέλ. -[[καμοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>συνέκᾰμον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μοχθώ]] ή [[υποφέρω]] από κοινού με κάποιον, [[συμπάσχω]] με, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]] ή [[μοχθώ]] μαζί με κάποιον, [[συνεργάζομαι]], <i>τινί</i>, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] από κοινού, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκάμνω:''' (fut. συγκαμοῦμαι, aor. 2 συνέκαμον)<br /><b class="num">1)</b> [[совместно трудиться]], [[помогать]] (τινί Soph., Eur., Plut.): σ. [[δορί]] Eur. помогать оружием;<br /><b class="num">2)</b> [[принимать участие]] (в ком-л.), сочувствовать, соболезновать (ταῖς τοῦ Προμηθέως πήμασι Aesch.; τοῖς κακοῖς τινος Eur.).
|lstext='''συγκάμνω''': [[συμπάσχω]], συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ μετά τινος, [[ὑποφέρω]] μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κάμνω mee-lijden (met), ook lijden (onder), met dat.: σοῖς πήμασι uw ellende Aeschl. PV 414. zich mede inspannen; met dat. samen met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[καμοῦμαι]] aor2 συνέκᾰμον<br /><b class="num">1.</b> to [[labour]] or [[suffer]] with, [[sympathise]] with, τινί Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[work]], [[toil]] or [[travail]] with [[another]], τινί Soph., Eur.: absol. to [[join]] in [[labour]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. -[[καμοῦμαι]] aor2 συνέκᾰμον<br /><b class="num">1.</b> to [[labour]] or [[suffer]] with, [[sympathise]] with, τινί Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[work]], [[toil]] or [[travail]] with [[another]], τινί Soph., Eur.: absol. to [[join]] in [[labour]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάμνω Medium diacritics: συγκάμνω Low diacritics: συγκάμνω Capitals: ΣΥΓΚΑΜΝΩ
Transliteration A: synkámnō Transliteration B: synkamnō Transliteration C: sygkamno Beta Code: sugka/mnw

English (LSJ)

A labour or suffer with, sympathize with, σοῖς πήμασι A. Pr.414 (lyr.), cf. 1059 (anap.); κακοῖσι σοῖσι E.Alc.614; συγκαμνούσης [τῇ γαστρὶ] τῆς ζωτικῆς δυνάμεως Gal.15.599; [ἡ ψυχὴ] συννοσεῖ [τῷ σώματι] καὶ συγκάμνει Plu.2.137d. 2 work with, τινι S.El.987, PSI9.1075.6 (v A.D.); τῇδε χθονί E.Rh.396; ἕν μοι . . σύγκαμε Id.HF1386; τὰ πολλά Paus.8.14.9: abs., S.Aj.988; συγκαμὼν δορί with the spear, E.Rh.326.

German (Pape)

[Seite 964] (s. κάμνω), mit arbeiten, sich anstrengen, ἀδελφῷ, Soph. El. 975, vgl. Ai. 967, Eur. Rhes. 396; συγκαμὼν δορί, 326; mit leiden, κακοῖσι σοῖσι συγκάμνων, Alc. 614; Mitleid haben, Aesch. Prom. 414.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαμοῦμαι, ao.2 συνέκαμον;
1 travailler ou faire effort avec, aider, assister, τινι;
2 compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, κάμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κάμνω mee-lijden (met), ook lijden (onder), met dat.: σοῖς πήμασι uw ellende Aeschl. PV 414. zich mede inspannen; met dat. samen met iem.

Russian (Dvoretsky)

συγκάμνω: (fut. συγκαμοῦμαι, aor. 2 συνέκαμον)
1) совместно трудиться, помогать (τινί Soph., Eur., Plut.): σ. δορί Eur. помогать оружием;
2) принимать участие (в ком-л.), сочувствовать, соболезновать (ταῖς τοῦ Προμηθέως πήμασι Aesch.; τοῖς κακοῖς τινος Eur.).

Greek Monolingual

Α
1. συμπονώ, συμπαθώ
2. κοπιάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κάμνω «καταπονούμαι, θλίβομαι»].

Greek Monotonic

συγκάμνω: μέλ. -καμοῦμαι, αόρ. βʹ συνέκᾰμον·
1. μοχθώ ή υποφέρω από κοινού με κάποιον, συμπάσχω με, τινί, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. εργάζομαι, κοπιάζω ή μοχθώ μαζί με κάποιον, συνεργάζομαι, τινί, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., κοπιάζω από κοινού, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάμνω: συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 413, 1059, Εὐρ. Ἄλκ. 614, κτλ. 2) ἐργάζομαι, κοπιῶ μετά τινος, ὑποφέρω μετά τινος, τινὶ Σοφοκλ. Ἠλ. 987, Εὐρ. Ρῆσ. 396· ἕν μοι ... σύγκαμνε ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1386· τὰ πολλὰ Παυσ. 8. 14, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 95 Ε· ἡ ψυχὴ σ. τῷ σώματι ὁ αὐτ. 2. 137D· ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 988· σ. δορί, διὰ τοῦ δόρατος, Εὐριπ. Ρῆσ. 326.

Middle Liddell

fut. -καμοῦμαι aor2 συνέκᾰμον
1. to labour or suffer with, sympathise with, τινί Aesch., Eur.
2. to work, toil or travail with another, τινί Soph., Eur.: absol. to join in labour, Soph.