καδίσκος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καδίσκος -ου, ὁ [κάδος] stembus (in een rechtbank). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰδίσκος:''' ὁ [demin. к [[κάδος]] судебная урна (для подачи судейских голосов; в уголовных процессах их было две - для оправдательных и обвинительных голосов, в гражданских - до четырех) Lys., Arph., Arst., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰδίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[κάδος]], [[κάλπη]] ή [[ψηφοδόχος]]· υπήρχαν [[δύο]], στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κᾰδίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[κάδος]], [[κάλπη]] ή [[ψηφοδόχος]]· υπήρχαν [[δύο]], στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰδίσκος, ὁ, [Dim. of [[κάδος]]<br />an urn or box: [[there]] were two, in [[which]] the dicasts placed [[their]] votes of [[guilty]] or not [[guilty]], Ar. | |mdlsjtxt=κᾰδίσκος, ὁ, [Dim. of [[κάδος]]<br />an urn or box: [[there]] were two, in [[which]] the dicasts placed [[their]] votes of [[guilty]] or not [[guilty]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κάδος, Cratin.193, Stratt.22, BCH 35.286 (ii B.C.), Ph.2.89, Gal.11.555.
II voting-urn used in lawcourts, ὁ δὲ κ.… ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί Phryn.Com.32, cf. Ar.V.853, Lys.13.37, Lycurg.149; καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον (in a civil cause), D.43.10, cf. Is.11.21.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιθέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.
Étymologie: dim. de κάδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καδίσκος -ου, ὁ [κάδος] stembus (in een rechtbank).
Russian (Dvoretsky)
κᾰδίσκος: ὁ [demin. к κάδος судебная урна (для подачи судейских голосов; в уголовных процессах их было две - для оправдательных и обвинительных голосов, в гражданских - до четырех) Lys., Arph., Arst., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰδίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κάδος, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. κάλπη: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν ἄλλην τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ καδίσκος δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κημός)· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν ὁσάκις ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο ἀνάλογος ἀριθμὸς καδίσκων, π. χ. τέσσαρες, Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. κάδδιχος. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
Greek Monolingual
ο (Α καδίσκος) κάδος
μικρός κάδος
αρχ.
1. κάλπη στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ καδίσκος... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.
β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «καδίσκοι
σιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν
καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
Greek Monotonic
κᾰδίσκος: ὁ, υποκορ. του κάδος, κάλπη ή ψηφοδόχος· υπήρχαν δύο, στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κᾰδίσκος, ὁ, [Dim. of κάδος
an urn or box: there were two, in which the dicasts placed their votes of guilty or not guilty, Ar.