διακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />transport.<br />'''Étymologie:''' [[διακομίζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />transport.<br />'''Étymologie:''' [[διακομίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport.
}}
{{elru
|elrutext='''διακομῐδή:''' ἡ [[переправа]], [[перевозка]], [[доставка]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] ἐς τὴν νῆσον Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[διακομιδή]]) [[διακομίζω]]<br />[[μεταφορά]], διακόμιση, [[μετακόμιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διακομιδή]] τραυματιών» — η [[μεταφορά]] τραυματιών από την πρώτη [[γραμμή]] στα [[μετόπισθεν]].
|mltxt=η (Α [[διακομιδή]]) [[διακομίζω]]<br />[[μεταφορά]], διακόμιση, [[μετακόμιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διακομιδή]] τραυματιών» — η [[μεταφορά]] τραυματιών από την πρώτη [[γραμμή]] στα [[μετόπισθεν]].
}}
{{elnl
|elnltext=διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport.
}}
{{elru
|elrutext='''διακομῐδή:''' ἡ [[переправа]], [[перевозка]], [[доставка]] (τῶν [[ἀνδρῶν]] ἐς τὴν νῆσον Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακομῐδή Medium diacritics: διακομιδή Low diacritics: διακομιδή Capitals: ΔΙΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: diakomidḗ Transliteration B: diakomidē Transliteration C: diakomidi Beta Code: diakomidh/

English (LSJ)

Dor. διακομ-ῐδά, ἡ, A carrying over, τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76. II (from Pass.) passage, voyage, ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον SIG581.23 (Crete, ii B.C.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά ICr.3.3A.23 (Hierapitna II a.C.)
transporte c. gen. obj., gener. ref. superficies acuáticas τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76, εἰς Ῥώμην τοῦ σίτου SEG 34.558.39 (Larisa II a.C.), cf. Plb.4.10.4, τῶν θηρίων Plb.3.45.6, τῶν ξύλων dud. en PLille 25.3 (III a.C.)
envío τῶν στρατιωτικῶν ἀννώνων SB 9597.3 (IV d.C.), de una carta, Synes.Ep.19, Basil.Ep.198.1
traslado sólo c. giro prep., por mar ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον ICr.l.c., por tierra εἰς Αἴγυπτον Eus.DE 9.3 (p.409).

German (Pape)

[Seite 582] ἡ, das Hinüberfahren, Übersetzen, ἡ τῶν ἀνδρῶν εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 76.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
transport.
Étymologie: διακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport.

Russian (Dvoretsky)

διακομῐδή:переправа, перевозка, доставка (τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

διακομῐδή: ἡ, ἡ μετακόμισις, μεταβίβασις, τινὸς εἰς τόπον Θουκ. 3. 76.

Greek Monolingual

η (Α διακομιδή) διακομίζω
μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση
νεοελλ.
φρ. «διακομιδή τραυματιών» — η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν.

Middle Liddell

διακομῐδή, ἡ,
a carrying over, τινὸς εἰς τόπον Thuc.

English (Woodhouse)

conveyance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)