πυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit du blé, fertile en blé.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit du blé, fertile en blé.<br />'''Étymologie:''' [[πυρός]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πῡροφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend.
}}
{{elru
|elrutext='''πῡροφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[производящий пшеницу]], [[хлебородный]] ([[ἄρουρα]] Hom.; πεδία Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[взращивающий пшеницу]], [[благодатный]] (θεαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῡροφόρος:''' -ον ([[πυρός]], [[φέρω]]), αυτός που φέρει, παράγει [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''πῡροφόρος:''' -ον ([[πυρός]], [[φέρω]]), αυτός που φέρει, παράγει [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πῡροφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend.
}}
{{elru
|elrutext='''πῡροφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[производящий пшеницу]], [[хлебородный]] ([[ἄρουρα]] Hom.; πεδία Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[взращивающий пшеницу]], [[благодатный]] (θεαί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῡρο-[[φόρος]], ον, [[πυρός]], [[φέρω]]<br />[[wheat]]-[[bearing]], Il., Eur.
|mdlsjtxt=πῡρο-[[φόρος]], ον, [[πυρός]], [[φέρω]]<br />[[wheat]]-[[bearing]], Il., Eur.
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροφόρος Medium diacritics: πυροφόρος Low diacritics: πυροφόρος Capitals: ΠΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pyrophóros Transliteration B: pyrophoros Transliteration C: pyroforos Beta Code: purofo/ros

English (LSJ)

ὁ, (πῦρ) in plural, A inflammatory missiles, Ph.Bel.91.41, 94.8; engines which discharge such missiles, ib.95.20. II sg., bearer of sacrificial fire, at Epidaurus, IG42(1).400, al.; at Argos, SIG735.13 (i B.C.); written πουροφόρος, πυρωφώρος, IG5(1).997, 1021 (Laconia). 2 v.l. for πυρφόρος 11.2b (q.v.).
πῡροφόρος, ον, (πυρός) A wheat-bearing, ἄρουρα Il.12.314; ἄρουραι 14.123, Simon.15; πεδίον, πεδία, Il.21.602, E.Ph.644 (lyr.); πεδιάς Ph. 2.117; Λιβύα Pi.I.4(3).54; γῆ Sol.24.2, Thphr.CP3.21.2, PSI4.432.4 (iii B.C.); Γέλα A.Eleg.4; cf. πυρηφόρος. II ἀὴρ πυροφόρος air promoting the growth of wheat, Hes.Op.549 (nisi leg. πυροφόροις . . ἐπὶ ἔργοις).

German (Pape)

[Seite 824] = πυριφόρος, Sp. Weizen tragend od. hervorbringend; ἄρουρα, πεδίον, Il. 12, 314. 21, 602, u. öfter; Λιβύα, Pind. I. 3, 72; πεδία, Eur. Phoen. 647; θεά, 694; folgde Dichter, γαῖα Antiphil. (VII, 176); auch in Prosa, χώρα Plut. qu. nat. 15; Long. 1, 1; – auch νῆες, Weizen herbeiführend, Bacchyl. bei Ath. II, 39 f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit du blé, fertile en blé.
Étymologie: πυρός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῡροφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend.

Russian (Dvoretsky)

πῡροφόρος:
1) производящий пшеницу, хлебородный (ἄρουρα Hom.; πεδία Eur.);
2) взращивающий пшеницу, благодатный (θεαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠροφόρος: -ον, (πῡρ) ὁ φέρων πῦρ, βέλη π. = πυροβόλα, Ζωσιμος ἐν Ἱστ. 256, 2, 2) ἡφαιστειώδης, πεδίον ὁ αὐτ. 3) μεταφ., φλεγμονώδης, νοῦσος Συλλ. Ἐπιγρ. 511. ΙΙΙ.

English (Slater)

πῡροφόρος, -ον corn bearing τὰν πυροφόρον Λιβύαν (I. 4.54)

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο / πυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
βλ. πυρφόρος (Ι).
(II)
-ον, ΜΑ, και πυρηφόρος, -ον, Α
1. (για χώρες ή εδαφικές εκτάσεις) αυτός που παράγει σιτάρι, σιτοφόρος, σιτοπαραγωγός («ἀρούρης πυροφόροιο», Ομ. Ιλ.),
2. φρ. «ἀὴρ πυροφόρος» — αέρας που συντελεί στην αύξηση του σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. γαλακτο-φόρος, σιτο-φόρος.

Greek Monotonic

πῡροφόρος: -ον (πυρός, φέρω), αυτός που φέρει, παράγει σιτάρι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

πῡρο-φόρος, ον, πυρός, φέρω
wheat-bearing, Il., Eur.