σαρόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />balayer.<br />'''Étymologie:''' [[σάρος]].
|btext=-ῶ :<br />balayer.<br />'''Étymologie:''' [[σάρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαρόω [σαίρω] schoonvegen.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρόω:''' [[подметать]] ([[οἶκος]] [[σεσαρωμένος]] καὶ κεκοσμημένος NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰρόω:''' μέλ. -ώσω = [[σαίρω]] II, [[καθαρίζω]] με τη [[σκούπα]], [[σκουπίζω]], [[σαρώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. [[σεσαρωμένος]], στο ίδ.
|lsmtext='''σᾰρόω:''' μέλ. -ώσω = [[σαίρω]] II, [[καθαρίζω]] με τη [[σκούπα]], [[σκουπίζω]], [[σαρώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. [[σεσαρωμένος]], στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σαρόω [σαίρω] schoonvegen.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρόω:''' [[подметать]] ([[οἶκος]] [[σεσαρωμένος]] καὶ κεκοσμημένος NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 00:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρόω Medium diacritics: σαρόω Low diacritics: σαρόω Capitals: ΣΑΡΟΩ
Transliteration A: saróō Transliteration B: saroō Transliteration C: saroo Beta Code: saro/w

English (LSJ)

= σαίρω (B), sweep clean, τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8, Artem.</au

German (Pape)

[Seite 864] = σαίρω, segen, kehren, οἰκίαν, N. T. u. Artemid. 2, 33; – übertr., umherjagen, umhertreiben, vom Sturme, διπλῶν μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον, Lycophr. 389, nach E. M. κλυδωνιζόμενον. – Doch ist σαρόω unatt., jüngeres u. schlechteres Wort als σαίρω, Lob. zu Phryn. p. 83.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
balayer.
Étymologie: σάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρόω [σαίρω] schoonvegen.

Russian (Dvoretsky)

σαρόω: подметать (οἶκος σεσαρωμένος καὶ κεκοσμημένος NT).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρόω: σαίρω ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., οἶκος σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, κῦμα… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.

English (Strong)

from a derivative of sairo (to brush off; akin to σύρω); meaning a broom; to sweep: sweep.

English (Thayer)

(for the earlier σαίρω, cf. Lob. ad Phryn., p. 83 (Winer's Grammar, 24,91 (87))), σάρω; perfect passive participle σεσαρωμένος; (σάρον a broom); to sweep, clean by sweeping: τί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,33; (Apoll. Dysk., p. 253,7); Geoponica.)

Greek Monotonic

σᾰρόω: μέλ. -ώσω = σαίρω II, καθαρίζω με τη σκούπα, σκουπίζω, σαρώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. σεσαρωμένος, στο ίδ.

Middle Liddell

σᾰρόω, [from σᾰ́ρον] = σαίρω II]
to sweep clean, NTest.:— Pass., perf. part. σεσαρωμένος NTest.

Chinese

原文音譯:sarÒw 沙羅哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打掃
字義溯源:打掃,掃除,打掃乾淨;源自(σαίνω / σιαίνομαι)X*=刷子),類似(σύρω)=拖拉*)
出現次數:總共(3);太(1);路(2)
譯字彙編
1) 打掃(2) 太12:44; 路15:8;
2) 打掃乾淨(1) 路11:25