γαλῆ: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(big3_9)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gali
|Transliteration C=gali
|Beta Code=galh=
|Beta Code=galh=
|Definition=ἡ, contr. for <b class="b3">γαλέη</b> (q. v.).
|Definition=ἡ, contr. for [[γαλέη]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[γαλέη]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] contrah. aus [[γαλέη]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] contrah. aus [[γαλέη]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=v. [[γαλέη]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαλῆ]] -ῆς, ἡ contr., zie [[γαλέη]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλῆ:''' ἡ стяж. к [[γαλέη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαλῆ''': ἡ, συνῃρ. τοῦ [[γαλέη]], ὃ ἴδε.
|lstext='''γαλῆ''': ἡ, συνῃρ. τοῦ [[γαλέη]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=v. [[γαλέη]].
|mltxt=η (AM [[γαλῆ]], Α και [[γαλέη]])<br />η [[γάτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[ονομασία]] διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, [[νυφίτσα]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «γαλῇ [[χιτώνιον]] κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα<br />β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά<br />II. [[είδος]] μικρού ψαριού<br />III. «γαλῆς [[αἷμα]]» — το [[φυτό]] άσπληνον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[επίθημα]] -<i>έη</i> του ασυναίρετου τ. [[γαλέη]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η λ. δήλωνε αρχικά το [[δέρμα]] του ζώου ([[πρβλ]]. <i>αλωπεκέη</i> <b>κ.λπ.</b>). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. <i>gl</i><i>ī</i><i>s</i> «[[μυωξός]]», αρχ. ινδ. <i>giri</i>-, <i>girik</i><i>ā</i>- «[[ποντικός]]». Το λατ. <i>galea</i> «[[περικεφαλαία]], [[κράνος]]» [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα [[σημασία]] ([[πρβλ]]. [[κυνέη]] «[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] σκύλου»). Από το [[γαλέη]] προήλθε και το ιταλ. <i>galea</i> «[[γαλέρα]]», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. [[γαλῆ]] έχει αντικατασταθεί από τη λ. [[γάτα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γαλεώτης]], [[γαλιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[γαλεάγρα]], [[γαλεόβδολο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαληόψις]]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=v. [[γαλέη]].
|lsmtext='''γαλῆ:''' ἡ, συνηρ. αντί [[γαλέη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλῆ Medium diacritics: γαλῆ Low diacritics: γαλή Capitals: ΓΑΛΗ
Transliteration A: galē̂ Transliteration B: galē Transliteration C: gali Beta Code: galh=

English (LSJ)

ἡ, contr. for γαλέη (q.v.).

Spanish (DGE)

v. γαλέη.

German (Pape)

[Seite 471] contrah. aus γαλέη, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. γαλέη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλῆ -ῆς, ἡ contr., zie γαλέη.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλῆ: ἡ стяж. к γαλέη.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῆ: ἡ, συνῃρ. τοῦ γαλέη, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

η (AM γαλῆ, Α και γαλέη)
η γάτα
αρχ.
Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ.
2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα
β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά
II. είδος μικρού ψαριού
III. «γαλῆς αἷμα» — το φυτό άσπληνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα -έη του ασυναίρετου τ. γαλέη οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. δήλωνε αρχικά το δέρμα του ζώου (πρβλ. αλωπεκέη κ.λπ.). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. glīs «μυωξός», αρχ. ινδ. giri-, girikā- «ποντικός». Το λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος» είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα σημασία (πρβλ. κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα σκύλου»). Από το γαλέη προήλθε και το ιταλ. galea «γαλέρα», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. γαλῆ έχει αντικατασταθεί από τη λ. γάτα.
ΠΑΡ. αρχ. γαλεώτης, γαλιδεύς.
ΣΥΝΘ. γαλεάγρα, γαλεόβδολο(ν)
αρχ.
γαληόψις].

Greek Monotonic

γαλῆ: ἡ, συνηρ. αντί γαλέη.