σύναμμα: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύναμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[узел]]: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[клубок]], [[сочетание]], [[пучок]] (πολλῶν ἀρχῶν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμπος]] («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[ένωση]] δύο σχοινιών με τα [[άκρα]] τους<br /><b>2.</b> [[πρόχειρο]] [[δέσιμο]] δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. [[μάτισμα]] με καντηλίτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγλιο]] («οὐχ [[ὥσπερ]] τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις [[εἶναι]] [[σύναμμα]] πολλῶν ὀρχῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ συναμμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμπος]] («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[ένωση]] δύο σχοινιών με τα [[άκρα]] τους<br /><b>2.</b> [[πρόχειρο]] [[δέσιμο]] δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. [[μάτισμα]] με καντηλίτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγλιο]] («οὐχ [[ὥσπερ]] τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις [[εἶναι]] [[σύναμμα]] πολλῶν ὀρχῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ συναμμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (συνάπτω) A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10. II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.
German (Pape)
[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
Russian (Dvoretsky)
σύναμμα: ατος τό
1) узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;
2) перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.