εὔποτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bon à boire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πίνω]].
|btext=ος, ον :<br />bon à boire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔποτος:''' [[приятный для питья]] ([[ῥέος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔποτος:''' -ον, [[καλός]] για [[πόση]], [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], εύγεστος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔποτος:''' -ον, [[καλός]] για [[πόση]], [[ευχάριστος]] στη [[γεύση]], εύγεστος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔποτος:''' [[приятный для питья]] ([[ῥέος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποτος Medium diacritics: εὔποτος Low diacritics: εύποτος Capitals: ΕΥΠΟΤΟΣ
Transliteration A: eúpotos Transliteration B: eupotos Transliteration C: eypotos Beta Code: eu)/potos

English (LSJ)

ον, (πίνω) A easy to drink, pleasant to the taste, ῥέος A.Pr.676, 812; ὕδωρ Ath.Med. ap. Orib.inc.23.15; of milk, A.Pers.611. II good to drink from, ἐκπώματα Eratosth. ap. Ath.11.482b (Sup.). III accustomed to drink, Aret.CA2.3.

German (Pape)

[Seite 1090] gut, angenehm zu trinken, trinkbar, γάλα, ῥέος, Aesch. Pers. 603 Prom. 812. – Bei Ath. XI, 482 a von einem Becher, aus dem sich gut trinken läßt, εὐποτώτατα ἐκπωμάτων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon à boire.
Étymologie: εὖ, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

εὔποτος: приятный для питья (ῥέος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔποτος: -ον, (πίνω) καλὸς πρὸς πόσιν, εὔγευστος ἐν τῇ πόσει, ἐπὶ κρηναίου ἢ ποταμίου ὕδατος, Αἰσχύλ. Πρ. 676, 812· ἐπὶ γάλακτος, Πέρσ. 611. II. ἐξ οὗ καλῶς δύναταί τις νὰ πίῃ, ἐκπώματα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 482B.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔποτος, -ον)
αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα
αρχ.
1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα
2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. άποτος, δύσποτος].

Greek Monotonic

εὔποτος: -ον, καλός για πόση, ευχάριστος στη γεύση, εύγεστος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-ποτος, ον
easy to drink, pleasant to the taste, Aesch.

English (Woodhouse)

fresh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)