κραντήρ: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> [[οἱ]] κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents <i>en gén.</i><br /><b>2</b> défense de sanglier.<br />'''Étymologie:''' [[κραίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 2) [[στόρθυγξ]], [[χαυλιόδων]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> [[οἱ]] κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents <i>en gén.</i><br /><b>2</b> défense de sanglier.<br />'''Étymologie:''' [[κραίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 2) [[στόρθυγξ]], [[χαυλιόδων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κραντήρ:''' ῆρος ὁ [[κραίνω]] зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κραντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κραίνω]]), [[κάποιος]] που εκτελεί, περατώνει· [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]], θηλ. [[κράντειρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κραντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κραίνω]]), [[κάποιος]] που εκτελεί, περατώνει· [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]], θηλ. [[κράντειρα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κραντήρ]], ῆρος, [[κραίνω]]<br />one that accomplishes: a [[ruler]], [[sovereign]], fem. [[κράντειρα]], Anth. | |mdlsjtxt=[[κραντήρ]], ῆρος, [[κραίνω]]<br />one that accomplishes: a [[ruler]], [[sovereign]], fem. [[κράντειρα]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (κραίνω) A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA501b25 (κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833. II ruler, κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.A.313.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
I. qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;
II. subst. 1 οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents en gén.
2 défense de sanglier.
Étymologie: κραίνω.
Syn. 2) στόρθυγξ, χαυλιόδων.
Russian (Dvoretsky)
κραντήρ: ῆρος ὁ κραίνω зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κραντήρ: ῆρος, ὁ, (κραίνω), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· καθόλου, ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, κυβερνήτης, μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220.
Greek Monolingual
κραντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που τελειώνει κάτι
2. άρχοντας, ηγεμόνας
3. δόντι
4. στον πληθ. οἱ κραντήρες
τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῖοι τοῖς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
κραντήρ: -ῆρος, ὁ (κραίνω), κάποιος που εκτελεί, περατώνει· κυβερνήτης, άρχοντας, ηγεμόνας, θηλ. κράντειρα, σε Ανθ.
Middle Liddell
κραντήρ, ῆρος, κραίνω
one that accomplishes: a ruler, sovereign, fem. κράντειρα, Anth.