λευκανθής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> à fleur blanche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> blanchi, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἄνθος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> à fleur blanche;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> blanchi, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἄνθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκανθής:''' [[белеющий]] или [[побелевший]] (σώματα Pind.; [[κάρα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκανθής:''' -ές ([[ἀνθέω]]), αυτός που έχει [[λευκά]] [[άνθη]]· γενικά, [[πάλλευκος]], [[ολόλευκος]], σε Πίνδ.· βλ. [[χνοάζω]].
|lsmtext='''λευκανθής:''' -ές ([[ἀνθέω]]), αυτός που έχει [[λευκά]] [[άνθη]]· γενικά, [[πάλλευκος]], [[ολόλευκος]], σε Πίνδ.· βλ. [[χνοάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκανθής:''' [[белеющий]] или [[побелевший]] (σώματα Pind.; [[κάρα]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκανθής Medium diacritics: λευκανθής Low diacritics: λευκανθής Capitals: ΛΕΥΚΑΝΘΗΣ
Transliteration A: leukanthḗs Transliteration B: leukanthēs Transliteration C: lefkanthis Beta Code: leukanqh/s

English (LSJ)

ές, white-blossoming, Nic.Th.530: generally, blanched, white, καπνός Pi.N.9.23 (dub.); λ. κάρα S.OT742, cf. AP12.165 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 33] ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 à fleur blanche;
2 fig. blanchi, blanc.
Étymologie: λευκός, ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

λευκανθής: белеющий или побелевший (σώματα Pind.; κάρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκανθής: -ές, (ἀνθέω) ἔχων λευκὸν ἄνθος, Νικ. Θηρ. 530· καθόλου, κατάλευκος, σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς κάρα, δηλ. ὅπερ ἀρτίως ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165.

English (Slater)

λευκανθής white flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)

Greek Monolingual

-ές (AM λευκανθής, -ές)
(για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη
αρχ.
μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελανθής, φιλανθής].

Greek Monotonic

λευκανθής: -ές (ἀνθέω), αυτός που έχει λευκά άνθη· γενικά, πάλλευκος, ολόλευκος, σε Πίνδ.· βλ. χνοάζω.

Middle Liddell

λευκ-ανθής, ές ἀνθέω
white-blossoming; generally, blanched, white, Pind.; v. χνοάζω.

English (Woodhouse)

white, white with age

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)