λιχανός: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />l'index, le second doigt de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />l'index, le second doigt de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐχᾰνός:''' [[λείχω]] облизываемый, т. е. указательный ([[δάκτυλος]] Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[δάκτυλος]]) указательный палец Luc.<br /><b class="num">[[λιχανός|λῐχανός]]:</b> <b class="num">III</b> ἡ (sc. [[χορδή]])<br /><b class="num">1)</b> [[струна лиры]], [[перебиравшаяся указательным пальцем]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[звук]], [[извлекаемый из этой струны]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λιχᾰνός:''' -όν ([[λείχω]]), ὁ [[λιχανός]] (ενν. [[δάκτυλος]]), ο [[δείκτης]] του χεριού, από την [[χρήση]] του στο [[γλείψιμο]], σε Λουκ. | |lsmtext='''λιχᾰνός:''' -όν ([[λείχω]]), ὁ [[λιχανός]] (ενν. [[δάκτυλος]]), ο [[δείκτης]] του χεριού, από την [[χρήση]] του στο [[γλείψιμο]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 13:55, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, (λείχω) A licking: ὁ λ., with or without δάκτυλος, forefinger, from its use in licking up, Hp.Art.37,al., Luc.Tim.54, Ath. 1.15d, PLips.12.9 (iii A. D.), etc. II as substantive λίχᾰνος (sc. χορδή), ἡ, the string struck with the forefinger, and its note, Aristox. Harm.p.116 M., Arist.Pr.919a17, D.S.3.59, Plu.2.1029a, etc. III Adj., λ. σωλήν a tube of the alembic, Zos.Alch.pp.225,236 B.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
l'index, le second doigt de la main.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.
Russian (Dvoretsky)
λῐχᾰνός: λείχω облизываемый, т. е. указательный (δάκτυλος Luc.).
II ὁ (sc. δάκτυλος) указательный палец Luc.
λῐχανός: III ἡ (sc. χορδή)
1) струна лиры, перебиравшаяся указательным пальцем Arst.;
2) звук, извлекаемый из этой струны Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῐχᾰνός: -όν, (λείχω)· ὁ λ., μετὰ τοῦ δάκτυλος ἢ ἄνευ αὐτοῦ, ὁ πρῶτος δάκτυλος, ὁ δείκτης λεγόμενος, μετὰ τὸν ἀντίχειρα, δι’ οὗ λείχει, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, κ. ἀλλ., Λουκ. Τίμ. 54, Ἀθήν. 15D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λιχᾰνός (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ διὰ τοῦ λιχανοῦ πληττομένη καὶ ὁ τόνος ὃν ἀποδίδει, Ἀριστ. Προβλ. 19. 20, Διόδ. 3. 59., Πλούτ. 2. 1029Α.
Greek Monolingual
-ό (AM λιχανός, -όν)
(ως επίθ. του δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης
αρχ.
1. αυτός που γλείφει κάτι
2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» — ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς φθόγγος» — ο φθόγγος που αναδίδεται από τη χορδή λίχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα του θ. λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -ανός (πρβλ. ικανός, πιθανός].
Greek Monotonic
λιχᾰνός: -όν (λείχω), ὁ λιχανός (ενν. δάκτυλος), ο δείκτης του χεριού, από την χρήση του στο γλείψιμο, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Other forms: λιχμάομαι, λίχνος
See also: s. λείχω.
Middle Liddell
λιχᾰνός, όν λείχω
the fore-finger, from its use in licking up, Luc.
Frisk Etymology German
λιχανός: λιχμάομαι, λίχνος
{likhanós}
See also: s. λείχω.
Page 2,131