μεταπρέπω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταπρέπω:''' [[отличаться]], [[выдаваться]], [[выделяться]] (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. | |lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[distinguish]] [[oneself]] or be [[distinguished]] [[among]] others, c. dat. pl., Hom. | |mdlsjtxt=<br />to [[distinguish]] [[oneself]] or be [[distinguished]] [[among]] others, c. dat. pl., Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
distinguish oneself or be distinguished among, c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. Il.2.481, etc.: freq. (esp. in Il.) of heroes, μ. ἡρώεσσιν ib.579; Τρώεσσι 13.175; ἱππεῦσι 11.720, cf. Hes.Th.92 (tm.); συμποσίοισι μ. Phalaec. ap. Ath.10.440d; ἐν πάντεσσι Orph.A.806: c. dat. modi, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω I am distinguished among the Trojans by the spear, Il.16.835, cf. 596, Hes.Th.377: so c. inf., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Il. 16.194, cf. Od.18.2 (tm.): c. acc., μ. ἠϊθέοισιν εἶδος A.R.2.784.
German (Pape)
[Seite 153] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; ταῦρος βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Thieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – μεταπρέπω, ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se distinguer parmi, τινι.
Étymologie: μετά, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
μεταπρέπω: отличаться, выдаваться, выделяться (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταπρέπω: διαπρέπω μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, ταῦρος μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω, διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν εἶδος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
English (Autenrieth)
be conspicuous or prominent among, τισίν.
Greek Monolingual
μεταπρέπω (Α)
διαπρέπω μεταξύ άλλων, εξέχω, διακρίνομαι («ὁ γὰρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένησιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πρέπω «φαίνομαι, ξεχωρίζω»].
Greek Monotonic
μεταπρέπω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ξεχωρίζω ή είμαι διακεκριμένος ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
to distinguish oneself or be distinguished among others, c. dat. pl., Hom.