πρόκοιτος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui couche devant la maison (chien).<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], κοιτή. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui couche devant la maison (chien).<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], κοιτή. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόκοιτος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[караульный]], [[часовой]] Polyb.<br />несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς [[κύων]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόκοιτος:''' ὁ ([[κοίτη]]), αυτός που περιφρουρεί [[μπροστά]] από ένα [[μέρος]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''πρόκοιτος:''' ὁ ([[κοίτη]]), αυτός που περιφρουρεί [[μπροστά]] από ένα [[μέρος]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πρό-κοιτος, ὁ, [[κοίτη]]<br />one who keeps [[watch]] [[before]] a [[place]], Polyb. | |mdlsjtxt=πρό-κοιτος, ὁ, [[κοίτη]]<br />one who keeps [[watch]] [[before]] a [[place]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (κοίτη) A one who keeps watch before a place: Pl., pickets, Id.20.11.5: Adj., τοὺς π. τῆς φρουρᾶς κύνας Plu.2.325c. II chamberlain, D.C.67.15 (but prob. f.l. for πρόκριτος (q.v.) in 78.14).
German (Pape)
[Seite 730] vorn od. vor dem Hause schlafend od. Wache haltend, excubitor, Pol. 11, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui couche devant la maison (chien).
Étymologie: πρό, κοιτή.
Russian (Dvoretsky)
πρόκοιτος: II ὁ караульный, часовой Polyb.
несущий охрану впереди (π. τῆς φρουρᾶς κύων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πρόκοιτος: ὁ, (κοίτη) ὁ φυλάττων ὡς φρουρὸς ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Λατ. excubitor, Πολύβ. 20. 11, 5, Δίων Κ. 67. 15, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., πρ. τῆς φρουρᾶς κύων Πλούτ. 2. 325Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή
2. θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά-κοιτος].
Greek Monotonic
πρόκοιτος: ὁ (κοίτη), αυτός που περιφρουρεί μπροστά από ένα μέρος, σε Πολύβ.
Middle Liddell
πρό-κοιτος, ὁ, κοίτη
one who keeps watch before a place, Polyb.