ἀδέω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> être dégoûté de, se dégoûter de, τινι;<br /><b>2</b> être las, fatigué, accablé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄδος]] et [[ἄω]]. | |btext=<b>1</b> être dégoûté de, se dégoûter de, τινι;<br /><b>2</b> être las, fatigué, accablé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄδος]] et [[ἄω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδέω:''' [[varia lectio|v.l.]] *ἀδδέω (ᾱ) испытывать неприятное чувство: μή, ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ, δείπνῳ ἀδήσειεν Hom. чтобы он, обеспокоенный шумом, не почувствовал отвращения к обеду; καμάτῳ [[ἀδηκότες]] καὶ ὕπνῳ Hom. истомленные усталостью и желанием спать. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδέω:''' [ᾱ], (ἄω, [[satio]]), είμαι κορεσμένος, [[χορτάτος]] (απαντά μόνο σε [[δύο]] ομηρ. τύπους· ευκτ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ.)· μὴ [[ξεῖνος]] δείπνῳ ἀδήσειεν, [[μήπως]] με το [[φαγητό]] αισθανόταν [[αποστροφή]], [[απέχθεια]], [[αηδία]]· καμάτῳ [[ἀδηκότες]] ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι από τον κόπο και τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀδέω:''' [ᾱ], (ἄω, [[satio]]), είμαι κορεσμένος, [[χορτάτος]] (απαντά μόνο σε [[δύο]] ομηρ. τύπους· ευκτ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ.)· μὴ [[ξεῖνος]] δείπνῳ ἀδήσειεν, [[μήπως]] με το [[φαγητό]] αισθανόταν [[αποστροφή]], [[απέχθεια]], [[αηδία]]· καμάτῳ [[ἀδηκότες]] ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι από τον κόπο και τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἄω [[satio]]] only [[found]] in two Homeric forms, aor1 opt. and perf. [[part]].]<br />to be sated, μὴ [[ξεῖνος]] δείπνῳ [[ἀδήσειε]] [[lest]] he should be sated with the [[repast]], [[feel]] [[loathing]] at it; καμάτῳ [[ἀδηκότες]] ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with [[toil]] and [[sleep]]. | |mdlsjtxt=[ἄω [[satio]]] only [[found]] in two Homeric forms, aor1 opt. and perf. [[part]].]<br />to be sated, μὴ [[ξεῖνος]] δείπνῳ [[ἀδήσειε]] [[lest]] he should be sated with the [[repast]], [[feel]] [[loathing]] at it; καμάτῳ [[ἀδηκότες]] ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with [[toil]] and [[sleep]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], to be sated with, c. dat., only in aor. and pf., μὴ ξεῖνος . . δείπνῳ ἁδήσειε lest he should be sated with the repast, feel loathing at it, Od.1.134 (v.l. ἀηδήσειε) καμάτῳ ἁδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with toil and sleep, Il.10.98, cf. 312,399,471, Od.12.281; cf. ἅδην.
French (Bailly abrégé)
1 être dégoûté de, se dégoûter de, τινι;
2 être las, fatigué, accablé de, τινι.
Étymologie: cf. ἄδος et ἄω.
Russian (Dvoretsky)
ἀδέω: v.l. *ἀδδέω (ᾱ) испытывать неприятное чувство: μή, ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ, δείπνῳ ἀδήσειεν Hom. чтобы он, обеспокоенный шумом, не почувствовал отвращения к обеду; καμάτῳ ἀδηκότες καὶ ὕπνῳ Hom. истомленные усталостью и желанием спать.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέω: (ἄω, satio) εἶμαι κεκορεσμένος, καταβεβλημένος, αἰσθάνομαι ἀηδίαν, (μόνον ἐν δυσὶν Ὁμ. τύποις ἀπαντᾷ: ἐν τῇ εὐκτ. τοῦ ἀορ. α΄. καὶ τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἄω)· μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀδήσειεν, μήπως… αἰσθανθῇ ἀηδίαν πρὸς τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 134 (πρβλ. ἀηδέω)· καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι ἐκ τοῦ κόπου καὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Κ. 98, πρβλ. 312, 399, 471, Ὀδ. Μ. 281.· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς τύποις τούτοις ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, ὡς ἐν τῷ ἀδολέσχης, καὶ τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων καὶ φερέγγυοι πηγαί, συμφωνοῦσιν εἰς τὴν μετὰ ἁπλοῦ δ γραφήν· ἐν ᾧ ἐν τῷ ἄδην ἢ ἅδην τὸ α εἶναι βραχύ, πλὴν μιᾶς φράσεως, ἐν ᾗ αἱ αὐταὶ πηγαὶ ἔχουσιν ἔδμεναι ἄδδην (Ἰλ. Ε. 203), ὁ Monro γράφει ἄδην, ὁ Heyne καὶ ὁ Βουττμ. θεωροῦσι τὸ α φύσει μακρόν, ἀλλ’ ἀδυνατοῦσι νὰ ἐξηγήσωσι πῶς τὸ ἄδην ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει ᾰ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἅδην).
English (Autenrieth)
only aor. opt. ἀδδήσειε, perf. part. ἀδδηκότες, also written ἆδη- and ἇδη-: be satiated, feel loathing at; καμάτῳ, ὕπνῳ, ‘be overwhelmed with.’
Greek Monotonic
ἀδέω: [ᾱ], (ἄω, satio), είμαι κορεσμένος, χορτάτος (απαντά μόνο σε δύο ομηρ. τύπους· ευκτ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ.)· μὴ ξεῖνος δείπνῳ ἀδήσειεν, μήπως με το φαγητό αισθανόταν αποστροφή, απέχθεια, αηδία· καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ, καταβεβλημένοι από τον κόπο και τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ἄω satio] only found in two Homeric forms, aor1 opt. and perf. part.]
to be sated, μὴ ξεῖνος δείπνῳ ἀδήσειε lest he should be sated with the repast, feel loathing at it; καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ sated with toil and sleep.