ἐκφράζω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> expliquer tout au long, exposer en détail;<br /><b>2</b> désigner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φράζω]].
|btext=<b>1</b> expliquer tout au long, exposer en détail;<br /><b>2</b> désigner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высказывать]], [[описывать]] (ἕκαστα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[выражать]], [[обозначать]] (τι τοῖς [[θεῶν]] ὀνόμασι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απαριθμώ]], [[εξιστορώ]], [[αφηγούμαι]], [[διηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐκφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απαριθμώ]], [[εξιστορώ]], [[αφηγούμαι]], [[διηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высказывать]], [[описывать]] (ἕκαστα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[выражать]], [[обозначать]] (τι τοῖς [[θεῶν]] ὀνόμασι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[tell]] [[over]], [[recount]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[tell]] [[over]], [[recount]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφράζω Medium diacritics: ἐκφράζω Low diacritics: εκφράζω Capitals: ΕΚΦΡΑΖΩ
Transliteration A: ekphrázō Transliteration B: ekphrazō Transliteration C: ekfrazo Beta Code: e)kfra/zw

English (LSJ)

A tell over, recount, A.Pr.950, dub. l. in E.HF1119; denote, δύναμιν τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a. II describe, Hermog. Prog.10, Id.2.4, Men.Rh.p.373 S.:—Pass., TheonProg.2. 2 express ornately, τὸ ἐ. τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. red. ἐκπέφραδεν A.R.4.1125 (tm.)]
1 exponer, explicar ἐκ πᾶσαν πέφραδεν ἀγγελίην A.R.l.c., cf. Ath.Al.Ar.4.33, PMasp.295.3.31 (VI d.C.), c. interr. indir. ἐκφραζόντων ἡμῶν ἡλίκα καὶ πόσα ... περιέστηκε <κακὰ> τὰς πόλεις Syrian.in Hermog.2.84.17
describir τὰς οὖκ αἰσχρὰς (ἡδονὰς) ἁπλῶς Hermog.Id.2.4 (p.331), cf. Plu.2.967d, οὐκ οἶδα ... πῶς ἐκφράσω τὸ φῶς (τῆς σάλπιγγος) Hsch.H.Hom.4.1.4
ret. describir literariamente ref. a una técnica específica τὰ πράγματα Hermog.Prog.10, cf. Men.Rh.373, en v. pas. πολλὰ ... ἐκπέφρασται παρὰ τοῖς παλαιοῖς Theo Prog.68.7
abs. διδάσκαλος τοῦ ἐκφράζειν Eust.1567.9
describir con estilo elevado τὸ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι καὶ καλλωπίζειν πίθηκον Demetr.Eloc.165.
2 ref. al lenguaje pronunciar, interpretar μιμικὸν ἱ<λ>αρὸν λόγον ITheor.Samothr.29.7 (II/I a.C.?)
expresar, designar c. ac. y dat. instrum. δύναμιν ... τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασιν Plu.2.24a.

German (Pape)

[Seite 786] genau erzählen, beschreiben; αὔθ' ἕκαστα Aesch. Prom. 952; Eur. Herc. Fur. 1119; Plut.

French (Bailly abrégé)

1 expliquer tout au long, exposer en détail;
2 désigner.
Étymologie: ἐκ, φράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφράζω:
1) высказывать, описывать (ἕκαστα Aesch.);
2) выражать, обозначать (τι τοῖς θεῶν ὀνόμασι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφράζω: ἐκθέτω ἀκριβῶς, διηγοῦμαι λεπτομερῶς, περιγράφω, Αἰσχύλ. Πρ. 950, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1119˙ δηλῶ, ἐκφαίνω, τινὰ ὀνόματί τινι Πλούτ. 2. 24Α.

Greek Monolingual

(AM ἐκφράζω)
φανερώνω τις σκέψεις μου με λόγια, διατυπώνω, εκδηλώνω
νεοελλ.
παθ. εξωτερικεύω την ψυχική μου κατάσταση («εκφράζεται με τα χέρια»)
αρχ.-μσν.
περιγράφω, εικονίζω, διαγράφω
αρχ.
1. εμφαίνω, υποδεικνύω
2. εξηγώ με κομψές εκφράσεις («τὸ δὲ ἐκφράζειν τὰ γέλοια ὅμοιόν ἐστι και καλλωπίζειν πίθηκον»).

Greek Monotonic

ἐκφράζω: μέλ. -σω, απαριθμώ, εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
to tell over, recount, Aesch., Eur.