ἐπισωρεύω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σωρεύω]]. | |btext=ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σωρεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισωρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[накапливать]], [[нагромождать]] (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[наваливать]] (νεκρούς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[привлекать]] (τινάς NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῦ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>). | |mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῦ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':™piswreÚw 誒披-所留哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在上-堆<br />'''字義溯源''':積聚,堆起來,增添;由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[σωρεύω]])=堆積)組成;而 ([[σωρεύω]])出自([[σορός]])*=安葬用容器)<br />'''出現次數''':總共(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 增添(1) 提後4:3 | |sngr='''原文音譯''':™piswreÚw 誒披-所留哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在上-堆<br />'''字義溯源''':積聚,堆起來,增添;由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[σωρεύω]])=堆積)組成;而 ([[σωρεύω]])出自([[σορός]])*=安葬用容器)<br />'''出現次數''':總共(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 增添(1) 提後4:3 | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
heap upon, τινί τι Ath.3.123e; heap up, accumulate, διδασκάλους 2 Ep.Ti.4.3; ἓν ἐξ ἑνός Arr. Epict.1.10.5; ἀμηχανίας Plu.2.830a:—Pass., Id.in Hes.34, Vett.Val. 344.12.
German (Pape)
[Seite 988] dazu anhäufen, aufhäufen, τινί, Ath. III, 123 e u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.
Étymologie: ἐπί, σωρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισωρεύω:
1) накапливать, нагромождать (τι Plut.);
2) наваливать (νεκρούς Plut.);
3) привлекать (τινάς NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισωρεύω: ὡς καὶ νῦν, σωρεύω ἐπί τινος, τινί τι Ἀθήν. 123Ε, Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3: συσσωρεύω, Λατ. accumulare, Πλούτ. 2. 830Α.
English (Strong)
from ἐπί and σωρεύω; to accumulate further, i.e. (figuratively) seek additionally: heap.
English (Thayer)
future ἐπισωρεύσω; to heap up, accumulate in piles: διδασκάλους, to choose for themselves and run after a great number of teachers, Plutarch, Athen., Artemidorus Daldianus, others.)
Greek Monolingual
(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῦ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).
Chinese
原文音譯:™piswreÚw 誒披-所留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-堆
字義溯源:積聚,堆起來,增添;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σωρεύω)=堆積)組成;而 (σωρεύω)出自(σορός)*=安葬用容器)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 增添(1) 提後4:3