ἐριθεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
|btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῑθεύομαι:''' [[добиваться любыми средствами политического успеха]], [[пускать в ход всяческие махинации]], [[интриговать]]: οἱ ἐριθευόμενοι Arst. домогающиеся политической карьеры интриганы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριθεύομαι]] (Α) [[έριθος]]<br />(αποθ. [[κυρίως]]<br />το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον με [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> με δόλια [[μέσα]] [[επιδιώκω]] [[δημόσια]] [[θέση]], επιζητώντας την [[επιδοκιμασία]] του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μτγν. ενεργ.) <i>ἐριθεύω</i><br />α) (γενικά) [[εργάζομαι]]<br />β) [[αμιλλώμαι]], [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>(σύνθ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει [[κάποιος]] τους νέους σε φατριαστικά [[μέτρα]].
|mltxt=[[ἐριθεύομαι]] (Α) [[έριθος]]<br />(αποθ. [[κυρίως]]<br />το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον με [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> με δόλια [[μέσα]] [[επιδιώκω]] [[δημόσια]] [[θέση]], επιζητώντας την [[επιδοκιμασία]] του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μτγν. ενεργ.) <i>ἐριθεύω</i><br />α) (γενικά) [[εργάζομαι]]<br />β) [[αμιλλώμαι]], [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>(σύνθ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει [[κάποιος]] τους νέους σε φατριαστικά [[μέτρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῑθεύομαι:''' [[добиваться любыми средствами политического успеха]], [[пускать в ход всяческие махинации]], [[интриговать]]: οἱ ἐριθευόμενοι Arst. домогающиеся политической карьеры интриганы.
}}
}}

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῑθεύομαι Medium diacritics: ἐριθεύομαι Low diacritics: εριθεύομαι Capitals: ΕΡΙΘΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eritheúomai Transliteration B: eritheuomai Transliteration C: eritheyomai Beta Code: e)riqeu/omai

English (LSJ)

Dep., (ἔριθος) A serve, work for hire, LXX To.2.11:—so in Act., Hld.1.5. II of public officers or characters, canvass, intrigue for office, οἱ ἐριθευόμενοι Arist.Pol.1303a16; cf. ἐξεριθεύομαι. 2 later Act., generally, compete with, τινι Sch.S.Aj.833: abs., indulge in petty intrigue, Eust.1162.23.

German (Pape)

[Seite 1029] dep. med. (das act. bei Hel. 1, 5 Schol. Soph. Ai. 832 Hes.), für Lohn arbeiten, tagelöhnern, LXX.; übh. arbeiten, im act., Hel. 1, 5. Von Obrigkeiten, Richtern u. dgl., Etwas um eines Gewinnes willen thun, sich bestechen lassen, = δεκάζεσθαι, Suid. – Um Gunst buhlen, Ehrenstellen erschleichen, Arist. Pol. 5, 3. Die VLL. führen es auch für streiten an. S. ἐριθεία.

French (Bailly abrégé)

briguer, intriguer.
Étymologie: ἔρις.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῑθεύομαι: добиваться любыми средствами политического успеха, пускать в ход всяческие махинации, интриговать: οἱ ἐριθευόμενοι Arst. домогающиеся политической карьеры интриганы.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑθεύομαι: Ἀποθ. (ἔριθος): - ὑπηρετῶ, ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 11)· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἠλιόδ. 1. 5, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 833, Εὐστ. 1162. 23. ΙΙ. ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ἐπὶ προσώπων, ἐπιδιώκω θέσιν δημοσίαν, ἐπὶ τὴν ἀρχὴν σπουδάζω, σπουδαρχέω, ἐπιζητῶ τὴν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ ὄχλου, οἱ ἐριθευόμενοι, Λατ. ambitum exercentes, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 9· ἀλλὰ μεταβ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους, δελεάζειν, πλανᾶν καὶ ἑλκύειν αὐτοὺς εἰς φατριαστικὰ μέτρα, Πολύβ. 10. 22, 9. Πρβλ. ἐριθεία, ἀνερίθευτος.

Greek Monolingual

ἐριθεύομαι (Α) έριθος
(αποθ. κυρίως
το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)
1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή
2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)
3. (το μτγν. ενεργ.) ἐριθεύω
α) (γενικά) εργάζομαι
β) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι με κάποιον
4. (σύνθ.) φρ. «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει κάποιος τους νέους σε φατριαστικά μέτρα.