ἠοῖος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> du matin, matinal ; <i>ion.</i> ἡ [[ἠοίη]] ([[ὥρα]]) le matin;<br /><b>2</b> oriental.<br />'''Étymologie:''' [[ἠώς]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> du matin, matinal ; <i>ion.</i> ἡ [[ἠοίη]] ([[ὥρα]]) le matin;<br /><b>2</b> oriental.<br />'''Étymologie:''' [[ἠώς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠοῖος:''' эп.-ион. = [[ἑῷος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠοῖος:''' -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=[[ἑῷος]],<br /><b class="num">1.</b> [[πρωινός]], σε Αριστοφ.· ἡ [[ἠοίη]] (ενν. [[ὥρα]]), το [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> προς το [[πρωί]], προς την [[ανατολή]], ο [[ανατολικός]], στο ίδ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] ήταν [[ποίημα]] του Ησιόδου, στο οποίο [[κάθε]] [[πρόταση]] ξεκινούσε με το <i>ἢ οἵη</i>. | |lsmtext='''ἠοῖος:''' -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=[[ἑῷος]],<br /><b class="num">1.</b> [[πρωινός]], σε Αριστοφ.· ἡ [[ἠοίη]] (ενν. [[ὥρα]]), το [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> προς το [[πρωί]], προς την [[ανατολή]], ο [[ανατολικός]], στο ίδ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] ήταν [[ποίημα]] του Ησιόδου, στο οποίο [[κάθε]] [[πρόταση]] ξεκινούσε με το <i>ἢ οἵη</i>. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἠοῖος]], η, ον = [[ἑῷος]],]<br /><b class="num">I.</b> [[morning]], Ar.:— ἡ [[ἠοίη]] (sc. ὥρἀ, the [[morning]], Od.<br /><b class="num">2.</b> toward [[morning]], [[eastern]], Od., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] was a [[poem]] of [[Hesiod]], in [[which]] [[each]] [[sentence]] began with ἢ οἵη. | |mdlsjtxt=[[ἠοῖος]], η, ον = [[ἑῷος]],]<br /><b class="num">I.</b> [[morning]], Ar.:— ἡ [[ἠοίη]] (sc. ὥρἀ, the [[morning]], Od.<br /><b class="num">2.</b> toward [[morning]], [[eastern]], Od., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] was a [[poem]] of [[Hesiod]], in [[which]] [[each]] [[sentence]] began with ἢ οἵη. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= ἑῷος, A of the morning, ἀστήρ Ion Lyr.Fr.10; ἠοῖαι σαίρεσκον Euph.53.2; ἡ ἠοίη (sc. ὥρα) the morning, πᾶσαν δ' ἠοίην . . Od.4.447, cf. Hsch. 2 toward the dawn, eastern, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od.8.29; πρὸς θαλάσσης ἠοίης Hdt.4.100; πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων ib.160; πρὸς ἠοίην (sc. γῆν) towards the East, Call.Del.280. (Cf. ἠῷος.)
German (Pape)
[Seite 1173] ion. auch ἠόϊος, att. ἠῷος, morgendlich, in der Frühe, πᾶσαν δ' ἠοίην μένομεν, sc. ὥραν, den ganzen Morgen warteten wir, Od. 4, 447 (vgl. ἠῷος). – Gegen Morgen, Osten gelegen, östlich, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; θαλάσσης τῆς ἠοίης Her. 4, 100; τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων 4, 160; πρὸς ἠοίην, gen Osten, Callim. Del. 280. – In dor. Form ἀοῖος ἀστήρ, der Morgenstern, Ar. Pax 802, nach Ion.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 du matin, matinal ; ion. ἡ ἠοίη (ὥρα) le matin;
2 oriental.
Étymologie: ἠώς.
Russian (Dvoretsky)
ἠοῖος: эп.-ион. = ἑῷος.
Greek (Liddell-Scott)
ἠοῖος: -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = ἑῷος, πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ πρωία, πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, ἀνατολικός, Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων αὐτόθι 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.
English (Autenrieth)
(ἠώς): fem. ἠοίη, as subst., morning, dawn, Od. 4.447; adj., eastern (opp. ἑσπέριοι), Oriental, ἄνθρωποι, Od. 8.29.
Greek Monolingual
ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)
1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» — το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.
β. «προς τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», Ηρόδ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἠοίη
α) (ενν. ὥρα) το πρωί («πᾶσαν ἠοίην», Ομ. Οδ.)
β) φρ. «προς ἠοίην» (ενν. γῆν)
προς ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙE auso-s «ροδαυγή» (πρβλ. έως ΙΙ, ηώς) + επίθημα -ιος].
Greek Monotonic
ἠοῖος: -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=ἑῷος,
1. πρωινός, σε Αριστοφ.· ἡ ἠοίη (ενν. ὥρα), το πρωί, σε Ομήρ. Οδ.
2. προς το πρωί, προς την ανατολή, ο ανατολικός, στο ίδ., σε Ηρόδ.
3. αἱ Ἠοῖαι ήταν ποίημα του Ησιόδου, στο οποίο κάθε πρόταση ξεκινούσε με το ἢ οἵη.
Middle Liddell
ἠοῖος, η, ον = ἑῷος,]
I. morning, Ar.:— ἡ ἠοίη (sc. ὥρἀ, the morning, Od.
2. toward morning, eastern, Od., Hdt.
II. αἱ Ἠοῖαι was a poem of Hesiod, in which each sentence began with ἢ οἵη.