ὀνομασία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />désignation par un nom, appellation.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />désignation par un nom, appellation.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰσία:''' ἡ (по)именование, обозначение, перечисление Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀνομασία]]) [[ονομάζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ονομάζω]], [[κλήση]] κάποιου με το όνομά του, [[ονομάτιση]], [[κατονομασία]]<br /><b>2.</b> [[απονομή]] τίτλου, [[διορισμός]] («η [[ονομασία]] τών νέων ανθυπολοχαγών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αποτέλεσμα]] του [[ονομάζω]], το όνομα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάταξη]], [[ταξινόμηση]]<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] έκφρασης, [[γλώσσα]]<br /><b>3.</b> [[υπόμνηση]], [[μνεία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀνομασία]]) [[ονομάζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ονομάζω]], [[κλήση]] κάποιου με το όνομά του, [[ονομάτιση]], [[κατονομασία]]<br /><b>2.</b> [[απονομή]] τίτλου, [[διορισμός]] («η [[ονομασία]] τών νέων ανθυπολοχαγών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αποτέλεσμα]] του [[ονομάζω]], το όνομα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάταξη]], [[ταξινόμηση]]<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] έκφρασης, [[γλώσσα]]<br /><b>3.</b> [[υπόμνηση]], [[μνεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομᾰσία:''' ἡ (по)именование, обозначение, перечисление Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰσία Medium diacritics: ὀνομασία Low diacritics: ονομασία Capitals: ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: onomasía Transliteration B: onomasia Transliteration C: onomasia Beta Code: o)nomasi/a

English (LSJ)

ἡ, A name, Hippias 1 J.(pl.), Pl.Plt.275d, Arist.Top.148b20, al., SIG827v6 (pl., Delph., ii A.D.). 2 nomination for office, POxy.1642.3 (iii A.D.), 2130.12 (iii A.D.), Jul.Mis.368b (pl.). II expression, language, ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας = expression by means of language, Arist. Po.1450b14; διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου κοινότητα Epicur.Nat.14.10, cf. Phld.Rh.1.208 S., Po.2.37 (both pl.), D.H. Comp.25, Dem.56; κανὼν ὀνομασίας Demetr.Eloc.91.

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, = Folgdm; Plat. Polit. 275 d; Arist. top. 1, 3 u. Sp., wie Pol. 3, 87, 4; ἐπιφέρειν τινὶ ταύτην τὴν ὀνομασίαν, 17, 15, 1; D. Hal. u. A.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désignation par un nom, appellation.
Étymologie: ὀνομάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰσία: ἡ (по)именование, обозначение, перечисление Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰσία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. appellatio, ἡμᾶς ἔλαθε κατὰ τὴν ὀνομασίαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Πολιτικ. 275D, Ἀριστ. Τοπ. 6. 10, 5, κ. ἀλλ.· λέξις διὰ τῆς ὀν., δι’ ὀνομάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 6. 26. ΙΙ. ἔκφρασις, τρόπος ἐκφράσεως, γλῶσσα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, π. Δημοσθ. 56.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνομασία) ονομάζω
1. η ενέργεια του ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία
2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών»)
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ονομάζω, το όνομα
αρχ.
1. κατάταξη, ταξινόμηση
2. τρόπος έκφρασης, γλώσσα
3. υπόμνηση, μνεία.