ὁμολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμολογέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de convention.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμολογέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμολόγημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[признанное положение]], [[принятое допущение]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[соглашение]], [[договор]], [[взаимное условие]] (ὁ. [[κοινόν]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμολόγημα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὁμολόγημα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμολόγημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[признанное положение]], [[принятое допущение]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[соглашение]], [[договор]], [[взаимное условие]] (ὁ. [[κοινόν]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:44, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολόγημα Medium diacritics: ὁμολόγημα Low diacritics: ομολόγημα Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: homológēma Transliteration B: homologēma Transliteration C: omologima Beta Code: o(molo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is agreed upon, that which is taken for granted, that which is postulated, Pl.Phd.93d, Grg.480b, al. 2 convention, compact, νόμος ἐστὶν ὁ. πόλεως κοινόν Arist.Rh.Al.1422a2, cf. 1424a10; in commerce, agreement or contract, POxy.237iv6 (ii A. D.), etc. 3 admission, ὡς . . Hyp.Ath.20.

German (Pape)

[Seite 338] τό, das Zugestandene, worüber man übereingekommen ist, Plat. Gorg. 480 b Theaet. 155 b u. öfter, u. einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de convention.
Étymologie: ὁμολογέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμολόγημα: ατος τό
1) признанное положение, принятое допущение Plat.;
2) соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. κοινόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολόγημα: τό, τὸ ὁμολογηθέν, Πλάτ. Φαίδων 93D, Γοργ. 480Β, κ. ἀλλ. 2) τὸ συμφωνηθὲν, συμφωνία, νόμος ... ἐστὶν ὁμ. πόλεως κοινὸν Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 2, 7, πρβλ. 3. 12.

Greek Monolingual

και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) ομολογώ
1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία
2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία
αρχ.
1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.

Greek Monotonic

ὁμολόγημα: -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὁμολόγημα, ατος, τό, [from ὁμολογέω
that which is agreed upon, taken for granted, a postulate, Plat.

English (Woodhouse)

confession

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)