ὑπεραχθής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />chargé outre mesure, surchargé, accablé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄχθος]].
|btext=ής, ές :<br />chargé outre mesure, surchargé, accablé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄχθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραχθής:''' [[перегруженный]], [[переполненный]] (ταρσοί Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), παραφορτωμένος, [[πολύ]] επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑπεραχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), παραφορτωμένος, [[πολύ]] επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραχθής:''' [[перегруженный]], [[переполненный]] (ταρσοί Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />overburdened, Theocr.
|mdlsjtxt=ὑπερ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />overburdened, Theocr.
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραχθής Medium diacritics: ὑπεραχθής Low diacritics: υπεραχθής Capitals: ΥΠΕΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: hyperachthḗs Transliteration B: hyperachthēs Transliteration C: yperachthis Beta Code: u(peraxqh/s

English (LSJ)

ές, A overburdened, Theoc.11.37. II very heavy, φόρτος Nic.Th.342; πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263.

German (Pape)

[Seite 1191] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé outre mesure, surchargé, accablé.
Étymologie: ὑπέρ, ἄχθος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραχθής: перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραχθής: -ές, λίαν πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. βαρυφορτωμένος
2. πολύ βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ-αχθής, κατ-αχθής].

Greek Monotonic

ὑπεραχθής: -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος
overburdened, Theocr.