puro: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
(3)
(CSV import)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐνόβρυζος]], [[ἄνοθος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄκακος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄμωμος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἄδολος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἄμικτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἄχραντος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀχρανής]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἀχραής]], [[ἄμιξος]], [[ἀμιγής]], [[ἀφίλης]], [[εἰλικρινής]], [[ἀκέραιος]], [[ἄφθορος]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἁγνός]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀσκηθής]], [[ἁγής]], [[διειδής]], [[ἁπλόος]]
|sltx=[[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἁπλόος]], [[ἄδολος]], [[ἄκακος]], [[ἄκρατος]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἄμωμος]], [[ἄνοθος]], [[ἄρρυπος]], [[ἄφθορος]], [[ἄχραντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]]
}}
}}

Revision as of 18:40, 10 October 2022

Latin > English (Lewis & Short)

pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.

Latin > German (Georges)

(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.

Spanish > Greek

διειδής, εἰλικρινής, εἰλικρινοειδής, ἀβέβηλος, ἀδιάφθορος, ἀθόλωτος, ἀκέραιος, ἀκήρατος, ἀκατάμικτος, ἀκεραιοφανής, ἀκηλίδωτος, ἀκηράσιος, ἀκραιφνής, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἀμιγής, ἀμόλυντος, ἀμύσακτος, ἀμώμητος, ἀνέπαφος, ἀνεπιθόλωτος, ἀνθέμινος, ἀπαράχυτος, ἀπαρέγχυτος, ἀπρόσκοπος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἀρρύπωτος, ἀρᾳδιούργητος, ἀσκηθής, ἀσύνθετος, ἀφίλης, ἀχραής, ἀχρανής, ἁγής, ἁγνευτικός, ἁγνός, ἁπλόος, ἄδολος, ἄκακος, ἄκρατος, ἄμικτος, ἄμιξος, ἄμωμος, ἄνοθος, ἄρρυπος, ἄφθορος, ἄχραντος, ἐκλεκτός, ἐνόβρυζος