σεπτός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς | |mltxt=-ή, -ό / [[σεπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]] (α. «το σεπτό [[λείψανο]] του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῖλος [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σεπτά]]<br />[[θαυμαστά]]<br />[[σεβάσμια]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σεπτώς]] / [[σεπτῶς]] ΝΜΑ, και [[σεπτά]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεπτό, με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:50, 13 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.
German (Pape)
[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.
Russian (Dvoretsky)
σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».
Greek Monolingual
-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῖλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].
Greek Monotonic
σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.