προσεμβαίνω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, | |mltxt=Α [[ἐμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[ποδοπατώ]], [[καταπατώ]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῖ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χλευάζω]], [[προσβάλλω]] επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:50, 13 October 2022
English (LSJ)
A step upon, trample on, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; S.Aj.1348. II step into, enter, εἴς τι Dsc.5.11.
German (Pape)
[Seite 759] (s. βαίνω), noch dazu hineinsteigen, hineingehen; – übertr., noch dazu mit Füßen treten, schimpflich behandeln, wie insultare, θανόντι, Soph. Ai. 1327.
French (Bailly abrégé)
marcher en outre sur, càd fouler en outre aux pieds, τινι.
Étymologie: πρός, ἐμβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εμβαίνω ook nog vertrappen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσεμβαίνω: (сверх того) наступать, попирать ногами (θανόντι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεμβαίνω: πατῶ ἐπί τινος, καταπατῶ, λατ. insultare, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; Σοφ. Αἴ. 1348. ΙΙ. ἐμβαίνω εἰς, εἰσέρχομαι, εἴς τι Διοσκ. 5. 19.
Greek Monolingual
Α ἐμβαίνω
1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως
2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῖ», Διοσκ.)
3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.).
Greek Monotonic
προσεμβαίνω: πατώ πάνω σε κάποιον, καταπατώ, τινί, σε Σοφ.