ἑρμαφρόδιτος: Difference between revisions
(14) |
(CSV import) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑρμαφρόδιτος]], ό και [[ἑρμαφρόδιτος]], -ον)<br />το [[άτομο]] στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. [[αρσενικοθήλυκος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο [[αμφίρροπος]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[Ἑρμαφρόδιτος]]<br />[[γιος]] του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑρμαφρόδιτον [[πάθος]]» — ο [[ερμαφροδιτισμός]]<br /><b>3.</b> [[άγαλμα]] με [[διπλή]] [[κεφαλή]], Ερμή και Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>Ερμαφρόδιτος</i>, μυθολογικό [[πρόσωπο]], [[γιος]] του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἑρμαφρόδιτος]], ό και [[ἑρμαφρόδιτος]], -ον)<br />το [[άτομο]] στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. [[αρσενικοθήλυκος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο [[αμφίρροπος]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[Ἑρμαφρόδιτος]]<br />[[γιος]] του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑρμαφρόδιτον [[πάθος]]» — ο [[ερμαφροδιτισμός]]<br /><b>3.</b> [[άγαλμα]] με [[διπλή]] [[κεφαλή]], Ερμή και Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>Ερμαφρόδιτος</i>, μυθολογικό [[πρόσωπο]], [[γιος]] του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἄνθρωπος]] πού παίρνει [[μέρος]] καί στό ἀντρικό καί στό γυναικεῖο φύλο). Ἀπό τόν Ἑρμαφρόδιτο, γιό τοῦ [[Ἑρμῆ]] καί τῆς Ἀφροδίτης. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 14 October 2022
German (Pape)
[Seite 1032] ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑρμαφρόδιτος, ό και ἑρμαφρόδιτος, -ον)
το άτομο στο οποίο συνυπάρχουν τα διακριτικά γνωρίσματα και τών δύο φύλων (κν. αρσενικοθήλυκος)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο αμφίρροπος, ο ακαθόριστος
αρχ.
1. Ἑρμαφρόδιτος
γιος του Ερμή και της Αφροδίτης που είχε αρσενικά και θηλυκά διακριτικά γνωρίσματα σε πλήρη ή σε ατροφική και υποτυπώδη κατάσταση
2. φρ. «ἑρμαφρόδιτον πάθος» — ο ερμαφροδιτισμός
3. άγαλμα με διπλή κεφαλή, Ερμή και Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Ερμαφρόδιτος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ερμή και της Αφροδίτης, που συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά και τών δύο φύλων.
Mantoulidis Etymological
(=ἄνθρωπος πού παίρνει μέρος καί στό ἀντρικό καί στό γυναικεῖο φύλο). Ἀπό τόν Ἑρμαφρόδιτο, γιό τοῦ Ἑρμῆ καί τῆς Ἀφροδίτης.