φύλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φύλαμα]] Ν [[φυλάσσω]]<br />[[φύλαξη]], [[περιφρούρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραφύλαγμα]], [[ενέδρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράγγελμα]], [[εντολή]] («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φράγμα]], προστατευτικό [[τείχος]].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φύλαμα]] Ν [[φυλάσσω]]<br />[[φύλαξη]], [[περιφρούρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παραφύλαγμα]], [[ενέδρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράγγελμα]], [[εντολή]] («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φράγμα]], προστατευτικό [[τείχος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[objeto que protege]], [[amuleto]] φύλασσε δὲ σεαυτόν, οἵῳ βούλει φυλάγματι <b class="b3">guárdate a ti mismo con el amuleto que quieras</b> P IV 2111
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαγμα Medium diacritics: φύλαγμα Low diacritics: φύλαγμα Capitals: ΦΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: phýlagma Transliteration B: phylagma Transliteration C: fylagma Beta Code: fu/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4. 2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36. II precept, commandment, LXX Le.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).

Spanish

objeto que protege, amuleto

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.

Léxico de magia

τό objeto que protege, amuleto φύλασσε δὲ σεαυτόν, οἵῳ βούλει φυλάγματι guárdate a ti mismo con el amuleto que quieras P IV 2111