νέρθεν: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνερθε]] και [[ἔνερθεν]] και [[νέρθε]] και [[νέρθεν]] και δωρ. τ. [[ἔνερθα]] (Α)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («[[ἔνερθε]] Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάτω]] ([[χωρίς]] [[έννοια]] κινήσεως) («μαιμήωσι δ' [[ἔνερθε]] πόδες και χεῖρες ὕπερθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί [[ἔνερθε]] θεοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υποχείριος]], [[κάτω]] από την [[εξουσία]] («ἐχθρῶν ἔνερθεν [[ὄντα]]», <b>Σοφ.</b> Φιλ.)<br /><b>5.</b> (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται [[αμέσως]]) πιο [[κάτω]], πιο [[βαθιά]] (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», <b>Σοφ.</b> αποσπ.)<br /><b>6.</b> α) «[[ἔνερθε]] γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — [[μέσα]] από τη γη, από τα μύχια της γης<br />β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα [[βάθη]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το επίρρ. [[ένερθε]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του <i>ύπερθε</i>(<i>ν</i>), όπως εξάλλου και το συγγενές του <i>εγέρτερος</i> [[κατά]] το [[υπέρτερος]]. Συνδέθηκε με ουμβρ. <i>nertru</i> «[[αριστερός]]», οσκ. <i>nertra</i>-<i>k</i> «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο [[νέρτερος]]. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την [[περιοχή]] που ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[χαμηλά]], δύει, δηλ. την αριστερή [[μεριά]] [[αυτού]] που στρέφεται [[προς]] την Ανατολή. Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[ομάδα]] φαίνεται ότι ανήκει και το [[ένεροι]], που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. <i>οἱ ἐν ἔρᾳ</i> «αυτοί που [[είναι]] [[μέσα]] στη γη» και [[έπειτα]] με συμφυρμό τών [[ένεροι]] και [[νέρθε]](<i>ν</i>), [[νέρτερος]] προήλθαν τα [[ένερθε]](<i>ν</i>), [[ενέρτερος]]].
|mltxt=[[ἔνερθε]] και [[ἔνερθεν]] και [[νέρθε]] και [[νέρθεν]] και δωρ. τ. [[ἔνερθα]] (Α)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («[[ἔνερθε]] Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάτω]] ([[χωρίς]] [[έννοια]] κινήσεως) («μαιμήωσι δ' [[ἔνερθε]] πόδες και χεῖρες ὕπερθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί [[ἔνερθε]] θεοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υποχείριος]], [[κάτω]] από την [[εξουσία]] («ἐχθρῶν ἔνερθεν [[ὄντα]]», <b>Σοφ.</b> Φιλ.)<br /><b>5.</b> (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται [[αμέσως]]) πιο [[κάτω]], πιο [[βαθιά]] (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», <b>Σοφ.</b> αποσπ.)<br /><b>6.</b> α) «[[ἔνερθε]] γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — [[μέσα]] από τη γη, από τα μύχια της γης<br />β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα [[βάθη]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το επίρρ. [[ένερθε]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του <i>ύπερθε</i>(<i>ν</i>), όπως εξάλλου και το συγγενές του <i>εγέρτερος</i> [[κατά]] το [[υπέρτερος]]. Συνδέθηκε με ουμβρ. <i>nertru</i> «[[αριστερός]]», οσκ. <i>nertra</i>-<i>k</i> «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο [[νέρτερος]]. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την [[περιοχή]] που ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[χαμηλά]], δύει, δηλ. την αριστερή [[μεριά]] [[αυτού]] που στρέφεται [[προς]] την Ανατολή. Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[ομάδα]] φαίνεται ότι ανήκει και το [[ένεροι]], που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. <i>οἱ ἐν ἔρᾳ</i> «αυτοί που [[είναι]] [[μέσα]] στη γη» και [[έπειτα]] με συμφυρμό τών [[ένεροι]] και [[νέρθε]](<i>ν</i>), [[νέρτερος]] προήλθαν τα [[ένερθε]](<i>ν</i>), [[ενέρτερος]]].
}}
{{pape
|ptext=v. [[νέρθε]].
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέρθεν Medium diacritics: νέρθεν Low diacritics: νέρθεν Capitals: ΝΕΡΘΕΝ
Transliteration A: nérthen Transliteration B: nerthen Transliteration C: nerthen Beta Code: ne/rqen

English (LSJ)

below, at the foot, from the underworld, from the under-world, in the underworld, in the under-world; v. ἔνερθε.

French (Bailly abrégé)

νέρθεν ou νέρθε;
adv. et prép.
1 en-dessous, particul. dans les Enfers ; avec un gén. sous;
2 des Enfers.
Étymologie: cf. ἔνερθεν.

Greek (Liddell-Scott)

νέρθεν: ἐϋτρήτων καλάμων ὑπὸ ῥίζαν ὁδεύει·

English (Autenrieth)

(ἔνερθεν, ἔνερος): below, under, w. gen., Od. 11.302.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: (from) below, νέρτερος `under-.
See also: s. ἔνερθεν, ἐνέρτερος.

Frisk Etymology German

νέρθεν: {nérthe(n)}
Forms: νέρτερος unterer
Meaning: von unten, unten, unterhalb,
See also: s. ἔνερθεν, ἐνέρτερος.
Page 2,308

Greek Monolingual

ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α)
1. από κάτωἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ' ἔνερθε πόδες και χεῖρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.)
3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί ἔνερθε θεοί», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) υποχείριος, κάτω από την εξουσία («ἐχθρῶν ἔνερθεν ὄντα», Σοφ. Φιλ.)
5. (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται αμέσως) πιο κάτω, πιο βαθιά (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», Ομ. Ιλ.)
β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», Σοφ. αποσπ.)
6. α) «ἔνερθε γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — μέσα από τη γη, από τα μύχια της γης
β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα βάθη της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίρρ. ένερθε(ν) σχηματίστηκε αναλογικά προς το αντίθετό του ύπερθε(ν), όπως εξάλλου και το συγγενές του εγέρτερος κατά το υπέρτερος. Συνδέθηκε με ουμβρ. nertru «αριστερός», οσκ. nertra-k «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο νέρτερος. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την περιοχή που ο ήλιος είναι χαμηλά, δύει, δηλ. την αριστερή μεριά αυτού που στρέφεται προς την Ανατολή. Στην ίδια λεξιλογική ομάδα φαίνεται ότι ανήκει και το ένεροι, που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. οἱ ἐν ἔρᾳ «αυτοί που είναι μέσα στη γη» και έπειτα με συμφυρμό τών ένεροι και νέρθε(ν), νέρτερος προήλθαν τα ένερθε(ν), ενέρτερος].

German (Pape)

v. νέρθε.