μαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 36: Line 36:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=-όν 1 [[profético]], [[oracular]] P III 323 (fr. lac.) 2 subst. ἡ μ. [[profecía]], [[arte de la adivinación]] ἔστι δὲ τοι ... χρησμῳδεῖν π<ει>στικὰ διὰ νυκτὸς ἀληθῆ διηγουμένῳ <διὰ> μαντικῆς ὀνειράτων <b class="b3">te es posible pronunciar persuasivos oráculos en la noche, expresando verdades por medio de la profecía a través de sueños</b> P VI 47  
|esmgtx=-όν 1 [[profético]], [[oracular]] P III 323 (fr. lac.) 2 subst. ἡ μ. [[profecía]], [[arte de la adivinación]] ἔστι δὲ τοι ... χρησμῳδεῖν π<ει>στικὰ διὰ νυκτὸς ἀληθῆ διηγουμένῳ <διὰ> μαντικῆς ὀνειράτων <b class="b3">te es posible pronunciar persuasivos oráculos en la noche, expresando verdades por medio de la profecía a través de sueños</b> P VI 47  
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Wahrsager]] [[gehörig]], [[prophetisch]]</i>; [[κλέος]] [[σοῦ]] μαντικόν, <i>dein Seherruhm</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 1169; μαντικοῖσιν ἐν θρόνοις, <i>Eum</i>. 586; ἡ μαντική, sc. [[τέχνη]], <i>die [[Wahrsagerkunst]], Prom</i>. 482; Soph. <i>O.R</i>. 311, <i>Ant</i>. 1021; Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 368 und [[öfter]]; ἔμφυτον μαντικὴν εἶχε, Her. 9.94, vgl. οἱ μάντιες ἐσορέοντες ἐς τὴν μαντικήν, die [[Seher]] befragten ihre [[Kunst]], 4.68; oft bei Plat., μαντικῇ χρώμενοι ἐνθέῳ <i>Phaedr</i>. 244b, auch μαντικὸς [[βίος]], 248d, λόγοι, 275b; φῆμαι μαντικαί, = μάντεων, Soph. <i>O.R</i>. 723; τὸ μαντικὸν [[σπέρμα]], Eur. <i>I.A</i>. 520.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, Ar. <i>Pax</i> 991; [[εἰπεῖν]], Plat. <i>Theaet</i>. 142c.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντικός Medium diacritics: μαντικός Low diacritics: μαντικός Capitals: ΜΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mantikós Transliteration B: mantikos Transliteration C: mantikos Beta Code: mantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A prophetic, oracular, κλέος A.Ag.1098; μ. μυχοί, θρόνοι, Id.Eu.180,616; τέχνη Id.Fr.350.6; μ. φῆμαι oracular sayings, S.OT723; τὸ μ. γένος = μάντεις, Id.Ant.1055; τὸ μ. σπέρμα E.IA520; μ. ἐπίπνοια = prophetic inspiration, Pl.Phdr.265b; λόγοι μ. ib.275b; μ. ζῷα Porph.Abst.2.48. 2 τέχνη μαντική = faculty of divination, prophecy, S.OT709, Arist.Pol.1274a28, etc.; more freq. ἡ μαντική alone, Hdt.2.49, 4.68; ἡ… μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, of Socrates, Pl.Ap.40a: in Poets without Art., A.Pr.484, S.OT311; also in Pl., μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνηῦρεν Smp.197a; μ. ἔνθεος Phdr.244b, cf. Th.5.103. II of persons, like a prophet, oracular, μ. γὰρ εἶ Pl.Alc.1.115a, cf. Phd. 85b; Comp., Luc.Hes.7. Adv. μαντικῶς Ar.Pax1026, Pl.Smp.198a, etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de devin ; ἡ μαντική (τέχνη) l'art de prédire l'avenir;
2 apte à la divination.
Étymologie: μάντις.

Russian (Dvoretsky)

μαντικός:
1) прорицательский (κλέος Aesch.; θρόνοι Aesch.);
2) пророческий (λόγοι Plat.);
3) наделенный пророческим даром, вещий (οἱ κύκνοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μαντικός: -ή, -όν, (ἴδε μαντεῖος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάντην ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, προφητικός, κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, μ. μυχοί, θρόνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 180, 616· τέχνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 266· μ. φῆμαι, προφητικοὶ λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 723· τὸ μ. γένος = μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1055· οὕτω, τὸ σπέρμα μ. Εὐρ. Ι. Α. 520· μ. ἐπίπνοια, προφητικὴ ἔμπνευσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 265Β· μ. λόγοι αὐτόθι 275Β. 2) ἡ μαντικὴ τέχνη = μαντεία, ἡ δύναμιςἱκανότης τοῦ μαντεύεσθαι, προφητεία, Σοφ. Ο. Τ. 709, κτλ.· συνηθέστερον ἁπλῶς ἡ μαντικὴ Ἡρόδ. 2. 49., 4. 68· ἡ... μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· παρὰ ποιηταῖς ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Αἰσχύλ. Πρ. 481, Σοφ. Ο. Τ. 311· οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνεῦρεν Συμπ. 197Α· μ. ἔνθεος Φαῖδρ. 244Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅμοιος προφήτῃ, προφητικός, μαντικὸς γὰρ εἶ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Ε, πρβλ. Φαίδωνα 85Β· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026, Πλάτ., κτλ.

Spanish

profético, oracular, profecía, arte de la adivinación

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαντικός, -ή, -όν) μάντης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» — οι μάντεις, Σοφ.
β. «φῆμαι μαντικαί» — προφητικοί λόγοι, Σοφ.
γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» — προφητική έμπνευση, Πλάτ.)
2. φρ. «μαντική τέχνη» — η μαντική
αρχ.
αυτός που μοιάζει με μάντη, αυτός που μπορεί να μαντεύσει («τά γε τοιαῦτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν oἱ γεωργοί», Ησίοδ.).
επίρρ...
μαντικώς και -ά (AM μαντικῶς)
με μαντικό τρόπο, με τον τρόπο του μάντη.

Greek Monotonic

μαντικός: -ή, -όν,
I. 1. αυτός που προέρχεται από ή αναφέρεται σε μάντη ή στην τέχνη του, προφητικός, χρησμώδης, στους Τραγ.
2. ἡ μαντικὴ τέχνη, = μαντεία, ικανότητα για χρησμοδοσία, προφητεία, σε Σοφ.· ομοίως, ἡμαντική (χωρίς το τέχνη), σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει όψη προφήτη, οιωνοσκόπου, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μαντικός, ή, όν
I. of or for a soothsayer or his art, prophetic, oracular, Trag.
2. ἡ μαντικὴ τέχνη, = μαντεία, the faculty of divination, prophecy, Soph.; so, ἡ μαντική alone, Hdt., Plat.
II. of persons, like a prophet, oracular, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.

English (Woodhouse)

prophetic, of divination

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-όν 1 profético, oracular P III 323 (fr. lac.) 2 subst. ἡ μ. profecía, arte de la adivinación ἔστι δὲ τοι ... χρησμῳδεῖν π<ει>στικὰ διὰ νυκτὸς ἀληθῆ διηγουμένῳ <διὰ> μαντικῆς ὀνειράτων te es posible pronunciar persuasivos oráculos en la noche, expresando verdades por medio de la profecía a través de sueños P VI 47

German (Pape)

zum Wahrsager gehörig, prophetisch; κλέος σοῦ μαντικόν, dein Seherruhm, Aesch. Ag. 1169; μαντικοῖσιν ἐν θρόνοις, Eum. 586; ἡ μαντική, sc. τέχνη, die Wahrsagerkunst, Prom. 482; Soph. O.R. 311, Ant. 1021; Eur. Bacch. 368 und öfter; ἔμφυτον μαντικὴν εἶχε, Her. 9.94, vgl. οἱ μάντιες ἐσορέοντες ἐς τὴν μαντικήν, die Seher befragten ihre Kunst, 4.68; oft bei Plat., μαντικῇ χρώμενοι ἐνθέῳ Phaedr. 244b, auch μαντικὸς βίος, 248d, λόγοι, 275b; φῆμαι μαντικαί, = μάντεων, Soph. O.R. 723; τὸ μαντικὸν σπέρμα, Eur. I.A. 520.
• Adv., Ar. Pax 991; εἰπεῖν, Plat. Theaet. 142c.