διαβήτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 42: Line 42:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[διαβαίνω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[βαίνω]].
|mantxt=Ἀπό τό [[διαβαίνω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[βαίνω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>der weit ausschreitende, der [[Zirkel]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 179; <i>Av</i>. 1003.<br><b class="num">2</b> <i>die [[Bleiwaage]] der [[Zimmerleute]]</i>, Plat. <i>Phil</i>. 56b, von [[σταφύλη]] [[unterschieden]], μετρεῖ γὰρ τὸ [[πλάτος]] μόνον.<br><b class="num">3</b> <i>der [[Doppelheber]]</i>, Mathem.<br><b class="num">4</b> <i>die [[Harnruhr]]</i>, Medic.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβήτης Medium diacritics: διαβήτης Low diacritics: διαβήτης Capitals: ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Transliteration A: diabḗtēs Transliteration B: diabētēs Transliteration C: diavitis Beta Code: diabh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (διαβαίνω) A compass, so called from its outstretched legs, Ar.Nu.178, Av.1003. 2 carpenter's or stonemason's rule, ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20 (Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb.56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765. II siphon, Colum.3.10, HeroSpir.1.29. III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): -βάτης Hsch.
• Morfología: [jón. gen. διαβήτεω Aret.SD 2.2.1, CD 2.2.1]
I 1compás Ar.Nu.178, Au.1003, Vett.Val.347.20, Porph.in Harm.18.25, Iambl.VP 115, Dor.Ab.Doct.78, Phlp.in APo.128.11, Leont.in Arat.1.5, Sud.
dud. (tal vez sent. 2) en Pl.Phlb.56b, πρὸς κανόνα καὶ διαβήτην ἀπηκριβωμένος Plu.2.802e.
2 nivel de albañil ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην tallando recto con el nivel, SEG 38.801.19 (Mitilene IV a.C.), cf. IG 22.1665.8, 1668.10, 1678a.7 (todas IV a.C.), SEG 39.442.11 (Oropo IV a.C.), 175.9 (Atenas III a.C.), ID 507.10 (III a.C.), Hsch., Sch.Er.Il.2.765d, Sch.Ar.Ra.800D.
3 mec. sifón recipiente con un tubo por el que sale el líquido por un punto superior a su nivel, de cristal, Hero Spir.1.3, 2.19, para vino, PLaur.14A.18 (III d.C.)
tb. n. del propio tubo, Colum.3.10.2.
4 gnomon de un reloj de sol, Sud.
II medic. diabetes Gal.8.394, Aret.ll.cc., Philagr. en Orib.5.19.9, Aët.5.137.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 compas;
2 fil à plomb.
Étymologie: διαβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διαβήτης: ου ὁ
1) циркуль Arph.;
2) плотничий отвес, по друг. = 1 Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαβήτης: -ου, ὁ, (διαβαίνω) τὸ γνωστὸν ἐργαλεῖον κληθὲν οὕτως ἐκ τῶν διεστώτων αὐτοῦ σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' ἄνευ λόγου). ΙΙ. ὁ σίφων (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ νόσος διαβήτης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

Greek Monolingual

ο (κατά τον Ησύχιο και διαβάτης) (ΑΝ) διαβαίνω
όργανο χάραξης κύκλων και σύγκρισης μικρών διαστημάτων
νεοελλ.
1. «σακχαρώδης διαβήτης» — νόσος που προκαλείται από τη διαταραχή του μεταβολισμού τών υδατανθράκων, με αποτέλεσμα την αύξηση του σακχάρου στο αίμα και την εμφάνιση σακχάρου στα ούρα
2. φρ. «τά πάει όλα με τον διαβήτη» — ενεργεί με περίσκεψη και ακρίβεια
αρχ.
σίφωνας για την άντληση και μετάγγιση υγρών.

Greek Monotonic

διαβήτης: -ου, ὁ (διαβαίνω), πυξίδα, διαβήτης ονομαζόμενος έτσι από τα τεντωμένα και σε έκταση πόδια του, Λατ. circinus, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. βαίνω.

Middle Liddell

διαβαίνω
the compass, so called from its outstretched legs, Lat. circinus, Ar.

Frisk Etymology German

διαβήτης: {diabḗtēs}
Grammar: m.
Meaning: Zirkel (Ar.) von διαβαίνειν, die Beine spreizen, Bleiwaage (Pl., Plu.), dann Heber (Colum., Hero) wegen der Ähnlichkeit der Gestalt; davon als med. t. t. Harnruhr (Aret. u. a.) wegen des starken Harnflusses. Kalbfleisch BPhW 1944 (gegen Strömberg Wortstudien 89). Die Bedeutung Zuckerkrankheit ist modern.
Etymology: Vgl. βαίνω.
Page 1,383

English (Woodhouse)

pair of compasses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό διαβαίνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω.

German (Pape)

ὁ,
1 der weit ausschreitende, der Zirkel, Ar. Nub. 179; Av. 1003.
2 die Bleiwaage der Zimmerleute, Plat. Phil. 56b, von σταφύλη unterschieden, μετρεῖ γὰρ τὸ πλάτος μόνον.
3 der Doppelheber, Mathem.
4 die Harnruhr, Medic.