συμπηγνύω: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
(39)
 
m (pape replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=συμπηγνύω
|Medium diacritics=συμπηγνύω
|Low diacritics=συμπηγνύω
|Capitals=ΣΥΜΠΗΓΝΥΩ
|Transliteration A=sympēgnýō
|Transliteration B=sympēgnyō
|Transliteration C=sympignyo
|Beta Code=sumphgnu/w
|Definition=v. [[συμπήγνυμι]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῡ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπηγνύομαι</i> και <i>συμπήγνυμαι</i><br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />συντίθεμαι, [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»].
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συμπηγνύομαι]] και [[συμπήγνυμαι]]<br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />[[συντίθεμαι]], [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[συμπήγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπηγνύω Medium diacritics: συμπηγνύω Low diacritics: συμπηγνύω Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΩ
Transliteration A: sympēgnýō Transliteration B: sympēgnyō Transliteration C: sympignyo Beta Code: sumphgnu/w

English (LSJ)

v. συμπήγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συμπήγνυμι Α
1. καθιστώ κάτι συμπαγές, το συμπυκνώνω
2. στερεώνω, στερεοποιώ
νεοελλ.
ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία»)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)
2. συστέλλω
3. μέσ. συμπηγνύομαι και συμπήγνυμαι
α) κατασκευάζω για προσωπική μου χρήση
β) αποτελούμαι, γίνομαι από... («ὅστις μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ὅπως ἐγένετο πρῶτον καὶ ὁπόθεν συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)
4. (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) συμπέπηγα
συντίθεμαι, σύγκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πήγνυμι / πηγνύω «μπήγω, καρφώνω, στερεώνω»].

German (Pape)

συμπήγνυμι.