συμπηγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493
mNo edit summary
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συμπηγνύομαι]] και [[συμπήγνυμαι]]<br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />[[συντίθεμαι]], [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»].
|mltxt=ΝΑ, και [[συμπήγνυμι]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμπαγές, το [[συμπυκνώνω]]<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]], [[στερεοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρύω]], [[συγκροτώ]], [[συστήνω]] («κατηγορείται ότι συνέπηξε [[συμμορία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συμπηγνύομαι]] και [[συμπήγνυμαι]]<br />α) [[κατασκευάζω]] για προσωπική μου [[χρήση]]<br />β) αποτελούμαι, [[γίνομαι]] από... («[[ὅστις]] μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ὅπως]] ἐγένετο πρῶτον καὶ [[ὁπόθεν]] συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) <i>συμπέπηγα</i><br />[[συντίθεμαι]], [[σύγκειμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήγνυμι]] / [[πηγνύω]] «[[μπήγω]], [[καρφώνω]], [[στερεώνω]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[συμπήγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπηγνύω Medium diacritics: συμπηγνύω Low diacritics: συμπηγνύω Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΩ
Transliteration A: sympēgnýō Transliteration B: sympēgnyō Transliteration C: sympignyo Beta Code: sumphgnu/w

English (LSJ)

v. συμπήγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συμπήγνυμι Α
1. καθιστώ κάτι συμπαγές, το συμπυκνώνω
2. στερεώνω, στερεοποιώ
νεοελλ.
ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία»)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)
2. συστέλλω
3. μέσ. συμπηγνύομαι και συμπήγνυμαι
α) κατασκευάζω για προσωπική μου χρήση
β) αποτελούμαι, γίνομαι από... («ὅστις μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ὅπως ἐγένετο πρῶτον καὶ ὁπόθεν συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)
4. (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) συμπέπηγα
συντίθεμαι, σύγκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πήγνυμι / πηγνύω «μπήγω, καρφώνω, στερεώνω»].

German (Pape)

συμπήγνυμι.