κακορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[telling]] of ill, ill omened, Aesch.
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[telling]] of ill, ill omened, Aesch.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>Schlechtes [[sprechend]], [[schmähend]]</i>, Aesch. <i>Ag</i>. 1126.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, Poll. 8.81.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρήμων Medium diacritics: κακορρήμων Low diacritics: κακορρήμων Capitals: ΚΑΚΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kakorrḗmōn Transliteration B: kakorrēmōn Transliteration C: kakorrimon Beta Code: kakorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.). 2 a poor speaker, D.C.77.11. II τὸ κακορρῆμον, = κακορρημοσύνη (evil-speaking, slander), Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. κακορρημόνως Poll.8.81.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.

Greek Monolingual

κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ.κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρορρήμων, ευθυρρήμων].

Greek Monotonic

κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκορρήμων: 2, gen. ονος злоречивый, перен. зловещий (ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακορρήμων -ον, gen. -ονος [κακός, ῥῆμα] onheil aankondigend.

Middle Liddell

ῥῆμα
telling of ill, ill omened, Aesch.

German (Pape)

ον, Schlechtes sprechend, schmähend, Aesch. Ag. 1126.
• Adv., Poll. 8.81.