διαφόρησις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαφόρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[расхищение]], [[грабеж]] (ἁρπαγαὶ καὶ διαφορήσεις πλούτων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[колебание]], [[смущение]] (πλάνην τινὰ καὶ διαφόρησιν ἔχειν Plut.).
|elrutext='''διαφόρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[расхищение]], [[грабеж]] (ἁρπαγαὶ καὶ διαφορήσεις πλούτων Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[колебание]], [[смущение]] (πλάνην τινὰ καὶ διαφόρησιν ἔχειν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφόρησις Medium diacritics: διαφόρησις Low diacritics: διαφόρησις Capitals: ΔΙΑΦΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: diaphórēsis Transliteration B: diaphorēsis Transliteration C: diaforisis Beta Code: diafo/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A plundering, stealing, προβάτων PTeb.72.239 (ii B.C.): pl., Plu. Cor.9, Cic.14. II evaporation, dissipation, Sor.1.22, Olymp.in Mete.145.14; perspiration, Cic.Fam.16.18.1; δ. τῶν ἱδρώτων Plu.Fr. inc.149. 2 dispersion, discussion, Gal.10.919. 3 exhaustion, Cael.Aur.CP1.15,al. III dubitation, perplexity, Plu.2.389a.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
A Ic. idea de supresión
1 robo προβάτων PTeb.64(b).16, 72.239 (ambos II a.C.), ἁρπαγαὶ ... καὶ διαφορήσεις χρημάτων Plu.Cor.9, cf. Cic.14.
2 mat. substracción, resta κατὰ διαφόρησιν πάντων τῶν ἀριθμῶν Iambl.in Nic.76.
II c. idea de variación
1 extravío, duda παθῶν μεστὰ (τὰ διθυραμβικά) καὶ μεταβολῆς πλάνην ... καὶ διαφόρησιν ἐχούσης Plu.2.389a.
2 variación τὰς βάσεις καὶ διαφορήσεις (τῆς σελήνης) las fases y variaciones (de la luna), Plu.2.933c.
3 diferenciación, ret. differentia personarum, Schem.dian.33, Cassiod.in Psalm.36.22.
B cien., gener. de líquidos
I medic.
1 excreción de diferentes tipos: sudor esp. el copioso θέρους ... πολλῆς διαφορήσεως δι' ὅλου γινομένης τοῦ σώματος Sor.15.11
el que acompaña a varios tipos de enfermedad sudor diaforético συγκοπτικὰς διαφορήσεις Gal.7.467
exudación, tibi διαφόρησιν gaudeo profuisse Cic.Fam.16.18.1
de tumores, etc. secreción διαφόρησιν, φλεγμαίνοντι μορίῳ χυμόν Gal.10.919, cf. Aët.12.33, Pall.in Hp.Fract.56.20, τῶν ὑγρῶν Alex.Trall.1.447
evacuación δ. ... καὶ ἀποικονόμησις τῶν ἐν ἡμῖν Cass.Pr.70, κενώσεις καὶ διαφορήσεις Nemes.Nat.Hom.M.40.520B.
2 disolución, disipación, resolución τῶν ἐνοχλούντων πνευμάτων εἰς διαφόρησιν ἐλθόντων Alex.Trall.1.299, ἡ μὲν τῶν σκιρρουμένων μορίων μάλαξίς τε καὶ δ. Aët.15.4, de humores ἡ μὲν δ. εὐκταιοτάτη τῶν ἰάσεών ἐστι Gal.7.738, op. διαμονή Gal.18(1).239, cf. Alex.Trall.2.129.
3 disolución de las fuerzas, agotamiento esp. la de origen mórbido, acompañada de sudor copioso ne latenter effusione frecuente[r] aegrotantes in diaforesin ueniant Cael.Aur.CP 1.11.85, cf. 1.3.38, uirium plena resolutio quam cardiacam diaforesin apellamus Theod.Prisc.Log.35, sin este sudor sine sudore uires soluuntur et naturalis uigor disiectione occulta, quam Graeci ἄδηλον διαφόρησιν uocant, extinguitur Cael.Aur.CP 2.32.172
gener. ὅσοις ἡ δύναμις ... φέρειν δύναται τὴν ἀπὸ τοῦ χλιαροῦ γινομένην ἔκλυσίν τε καὶ διαφόρησιν Alex.Trall.1.327.
II fil. y fís. pérdida de líquido τὸ παχυνόμενον τῇ διαφορήσει τοῦ συμφύτου ὑγροῦ παχύνεσθαι Olymp.in Mete.309.12, de los procesos de evaporación y filtración del agua, Olymp.in Mete.145.14
gener. pérdida de sustancia ῥευστὴν εἶναι λεγόντων τὴν οὐσίαν, καὶ ἀεὶ διαφορήσεις τε καὶ προσθέσεις ποιουμένην S.E.P.3.115.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, das Zerstreuen; καὶ ἀρπαγαὶ χρημάτων Plut. Coriol. 9, u. öfter; Auflösung, Galen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 pillage;
2 agitation de l'esprit, trouble.
Étymologie: διαφορέω.

Russian (Dvoretsky)

διαφόρησις: εως ἡ
1 расхищение, грабеж (ἁρπαγαὶ καὶ διαφορήσεις πλούτων Plut.);
2 колебание, смущение (πλάνην τινὰ καὶ διαφόρησιν ἔχειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφόρησις: -εως, ἡ, ἁρπαγή, διαρπαγή, Πλούτ. Κορ. 9, κλπ. ΙΙ. ἀφίδρωσις, Γαλην. 10, 310. ΙΙΙ. ἀμφιβολία, περιπλοκή, ἀμηχανία, Πλούτ. 2. 389Α.

Greek Monotonic

διαφόρησις: -εως, ἡ, λεηλασία, διαρπαγή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

διαφόρησις, εως n [from διαφορέω
a plundering, Plut.