εἰκαῖος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰκαῖος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εἰκαῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[тщетный]], [[напрасный]], [[бесплодный]] ([[σχολή]] Soph.; δόξη Plut.; [[σοφία]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[безрассудный]], [[легкомысленный]] (εἰ. καὶ [[παράνομος]] Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:59, 25 November 2022
English (LSJ)
εἰκαία, εἰκαῖον, (εἰκῇ) A without aim or without purpose, 1 of things, random, purposeless, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308; ὡς εἰκαῖον ὄν = as being useless, Luc.JConf.6; εἰκαῖον διήγημα J.BJProoem. 1. Adv. εἰκαίως, δοξάζειν cj. in Epicur.Ep.1p.30U., cf. Diotog. ap. Stob.4.1.96, D.L.2.128, Procl.in Cra.p.26 P.: Comp. εἰκαιοτέρον S.E. M.1.276: neuter plural as adverb, Lyc.748. 2 of persons, rash, hasty, Plb.7.7.5, etc.; οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι Cebes 12; τὸ εἰκαῖον PRyl.235.12 (ii A. D.). 3 ordinary, casual, J.BJ2.10.2, Luc.Am.33; taken at random, ξύλα Iamb.Comm.Math.4; careless, σφίξις Heliod. ap. Orib. 50.9.10.
Spanish (DGE)
εἰκαία, εἰκαῖον
• Alolema(s): fem. -η Call.Fr.334, Nic.Th.394
I de pers.
1 descuidado, insensato, irreflexivo παρεισαγαγὼν ἐκ τῆς διακονίας ... τοὺς εἰκαιοτάτους καὶ θρασυτάτους Plb.15.25.24, op. ἀσκηταὶ σοφίας Ph.2.279
•fig. ὄμμασιν εἰκαίοις ... ὁρᾷν ver con ojos desatentos Gr.Thaum.Eccl.M.10.989B
•subst. τὸ εἰ. desidia, dejadez οὐ πρώτως σου τὸ εἰ. μανθάνομεν no es la primera vez que comprobamos tu desidia, PRyl.235.12 (II d.C.)
•que no tiene fundamento, arbitrario, caprichoso τῷ ... τρόπῳ εἰκαῖον αὐτὸν γεγονέναι ... φατέον Plb.7.7.5, Μοίρης εἰκαῖα κριτήρια ISmyrna 541.13 (I d.C.).
2 vulgar οἱ πολλοὶ καὶ εἰκαῖοι τῶν ἀνδρῶν Ceb.12, τρόπος op. ἐκλεκτός Ph.2.13.
II de cosas
1 corriente, ordinario, basto κριθή Call.l.c., γαίη Nic.l.c., ψάμμος I.BI 2.191, ξύλα Iambl.Comm.Math.4, τὴν εἰκαίαν πόαν ἐσιτοῦντο Luc.Am.33.
2 hecho con descuido σφίγξις Heliod. en Orib.50.9.10.
III de abstr.
1 inútil, absurdo τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολή S.Fr.308, θύειν καὶ εὔχεσθαι ... εἰκαῖον ὄν Luc.IConf.6
•neutr. subst. τὸ εἰ. τῆς παραμονῆς Didym.Gen.243.9.
2 fortuito, ocasional, al azar εἰκαῖα καὶ ἀσύμφωνα διηγήματα I.BI 1.1, ἡ φύσις ... οὐκ εἴκαιόν τι la naturaleza no es algo fortuito Longin.2.2, εἰ. τε καὶ ἀναίτιος κίνησις Gal.5.391
•neutr. como adv. con ligereza, descuidadamente κἀκείνου εἰκαιοτέρον ἀποκρινομένου S.E.M.1.276, (βᾶρις) εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένη Lyc.748.
IV adv. εἰκαίως
1 de forma descuidada ἀμελέως τε καὶ εἰ. Diotog.76.10, cf. Vett.Val.240.22
•al azar, arbitrariamente χειροτονεῖν Themist.Ep.9.2.
2 desconsideradamente τὸν ἀναφέροντά τι αὐτῷ εἰ. D.L.2.128, οὐ συγχωρεῖ αὐτῷ εἰ. Procl.in Cra.26.
German (Pape)
[Seite 726] wer εἰκῇ, unüberlegt, aufs Gerathewohl handelt; Pol. neben θρασύς, 15, 25, 4; neben παράνομος, 7, 7, 5; εἰκαιότατοι καὶ χείριστοι 32, 21, 8; von Sachen, die planlos, von Ungefähr geschehen, σχολή Soph. frg. 288; σκύλματα κόμης Haec. 3 (V, 130); σοφίη Leon. Al. 3 (IX, 80); der erste beste, Luc.; vergeblich, Luc. Iup. conf. 6 u. a. Sp.; VLL. μωρόν, μάταιον. – Adv. εἰκαίως, D. L. 2, 128 u. A.; εἰκαῖα, Lycophr. 748.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
le premier venu ; commun, vulgaire.
Étymologie: εἰκῇ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαῖος:
1 тщетный, напрасный, бесплодный (σχολή Soph.; δόξη Plut.; σοφία Anth.);
2 безрассудный, легкомысленный (εἰ. καὶ παράνομος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαῖος: -α, -ον, ἄνευ σκοποῦ, μάταιος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, μάταιος, ἄσκοπος, τίκτει γὰρ οὐδὲν... εἰκαία χάρις Σοφ. Ἀποσπ. 288· ὡς εἰκαῖον ὄν, ὡς ὂν μάταιον, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχ. 6· εἰκ. διήγημα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν Προοιμ. 1. - Ἐπίρρ. εἰκαίως, μάτην, εἰκῇ Διογ. Λ. 2. 128· οὕτω καὶ ἐν τῷ οὐδ. εἰκαῖα Λυκόφρ. 748. 2) ἐπὶ προσώπων, ματαιόφρων, κοῦφος, φαῦλος, Πολύβ. 77, 5, κτλ.
Greek Monolingual
εἰκαῖος, -α, -ον (Α) εικῄ
1. μάταιος, άσκοπος
2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος
3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός
4. ασήμαντος.
Greek Monotonic
εἰκαῖος: -α, -ον (εἰκῇ), τυχαίος, χωρίς σκοπό, σε Λουκ.
Middle Liddell
εἰκαῖος, η, ον εἰκῆ
random, purposeless, Luc.