εὐφύλακτος: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐφύλακτος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐφύλακτος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[который можно легко уберечь]], [[успешно охраняемый]] ([[ὀπώρα]] εὐ. [[οὐδαμῶς]] Aesch.; νεώρια Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо укрытый]], [[надежно защищенный]] (ἡ [[καρδία]] [[ὥσπερ]] ἀχρόπολις τοῦ σώματος Arst.; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[удобный для несения сторожевой службы]], [[выгодный в качестве наблюдательного поста]] (ἡ [[Κῶς]] Thuc.);<br /><b class="num">4</b> [[от которого легко уберечься]], [[легко избегаемый]] ([[τέλμα]] οὐκ εὐφύλακτον Plut.): εὐφυλακτότερον τὸ [[καθόλου]] συμβαῖνον ἐν τοῖς ἐλέγχοις Arst. в опровержениях легче избежать общих утверждений. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:10, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον<, A easy to keep or guard, A.Supp.998; εὐ. ἡ καρδία well-guarded, Arist. PA670a26; εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος more easily confined, Id.Sens.438a15, cf. PA656b2 (Sup.); ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on one's guard, E.HF201; -ότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Th.8.55; ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη Id.3.92, cf. Plu.Rom.18. II (φυλάττομαι) easy to guard against, Arist. SE174b35 (Comp.), D.C.57.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à garder;
Cp. εὐφυλακτότερος, Sp. εὐφυλακτότατος.
Étymologie: εὖ, φυλάσσω.
Greek Monolingual
εὐφύλακτος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» — η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ.
β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος» — το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.)
2. φρ. α) «εὐφύλακτός τινι γίγνομαι» — παρακολουθούμαι απὸ κάποιον εύκολα
β) «εὐφύλακτός τινί εἰμι» ή «εὐφύλακτος γίγνομαι» — φρουρούμαι απὸ κάποιον με ευκολία
γ) «ἐν εὐφυλάκτῳ εἰμί» — προσέχω τον εαυτό μου, φυλάγομαι
3. αυτός από τον οποίο φυλάγεται κάποιος εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φυλακτός (< φυλάσσω)].
Greek Monotonic
εὐφύλακτος: -ον (φυλάσσω), αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα, σε Αισχύλ.· ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, βρίσκομαι σε επιφυλακή, σε Ευρ.· εὐφυλακτότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο, ήταν ευκολότερο γι' αυτούς να έχουν το νου τους, να προσέχουν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφύλακτος: (ῠ)
1 который можно легко уберечь, успешно охраняемый (ὀπώρα εὐ. οὐδαμῶς Aesch.; νεώρια Thuc.);
2 хорошо укрытый, надежно защищенный (ἡ καρδία ὥσπερ ἀχρόπολις τοῦ σώματος Arst.; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι Eur.);
3 удобный для несения сторожевой службы, выгодный в качестве наблюдательного поста (ἡ Κῶς Thuc.);
4 от которого легко уберечься, легко избегаемый (τέλμα οὐκ εὐφύλακτον Plut.): εὐφυλακτότερον τὸ καθόλου συμβαῖνον ἐν τοῖς ἐλέγχοις Arst. в опровержениях легче избежать общих утверждений.
Middle Liddell
εὐ-φύλακτος, ον φυλάσσω
easy to keep or guard, Aesch.:— ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on one's guard, Eur.; εὐφυλακτότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Thuc.
English (Woodhouse)
German (Pape)
leicht zu bewachen, τέρειν' ὀπώρα δ' εὐφύλακτος οὐδαμῶς Aesch. Suppl. 976; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, im Sichern sein, Eur. Herc.Fur. 201; εὐφυλακτότερον καὶ εὐπιλητότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος Arist. sens. 2; ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη Thuc. 3.92, wie εὐφυλακτότερα γὰρ ἐγίγνετο 8.55, sie konnten sich leichter bewachen od. auf ihrer Hut sein; – wovor man sich leicht hüten kann, Plut. Rom. 18; DC. 57.1.