ἀκανθώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκανθώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заросший терновником]], [[тернистый]] ([[χῶρος]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[усаженный шипами]] или [[иглами]] ([[ῥάχις]], [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[похожий на иглы]]: αἱ ἀκανθώδεις [[τρίχες]] Arst. щетина;<br /><b class="num">4)</b> [[придирчивый]], [[мелочной]] (λόγοι Luc.).
|elrutext='''ἀκανθώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[заросший терновником]], [[тернистый]] ([[χῶρος]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[усаженный шипами]] или [[иглами]] ([[ῥάχις]], [[γλῶττα]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[похожий на иглы]]: αἱ ἀκανθώδεις [[τρίχες]] Arst. щетина;<br /><b class="num">4</b> [[придирчивый]], [[мелочной]] (λόγοι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:10, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθώδης Medium diacritics: ἀκανθώδης Low diacritics: ακανθώδης Capitals: ΑΚΑΝΘΩΔΗΣ
Transliteration A: akanthṓdēs Transliteration B: akanthōdēs Transliteration C: akanthodis Beta Code: a)kanqw/dhs

English (LSJ)

ες, A full of thorns, thorny, χῶρος Hdt.1.126; τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, cf. Thphr.HP1.5.3, etc. 2 prickly, γλῶττα Arist.HA503a2; τρίχες ib.490b28; of the vertebrae, spinous, ib.516b20: Comp., ib.516b22. 3 metaph., λόγοι ἀκανθώδεις = thorny arguments, Luc.DMort.10.8; ἀκανθώδης βίος Suid.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1cubierto de abrojos o zarzas χῶρος Hdt.1.126, ὁδός Herm.Mand.6.1, τόπος Herm.Sim.6.2, 6.
2 fig., de pers. sobre espinas, preocupado de José antes del nacimiento de Jesús, Rom.Mel.1.ιαʹ.7.2
dificultoso βίος Sud.β 295.
II 1espinoso de la columna vertebral, Arist.HA 516b20, 22
esp. de plantas τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, ὁ κάκτος Phan.38, cf. Thphr.HP 1.5.3, Plb.12.2.2, τὰ πρῶτα ζῷα φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι Placit.5.19.4, fig. λόγοι ἀκανθώδεις argumentos espinosos Luc.DMort.20.8.
2 como una espina, puntiagudo τρίχες del erizo, Arist.HA 490b28, γλῶττα de ciertos peces, Arist.HA 503a2.

German (Pape)

[Seite 68] ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 couvert d'épines, de ronces;
2 fig. épineux.
Étymologie: ἄκανθα, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθώδης:
1 заросший терновником, тернистый (χῶρος Her.);
2 усаженный шипами или иглами (ῥάχις, γλῶττα Arst.);
3 похожий на иглы: αἱ ἀκανθώδεις τρίχες Arst. щетина;
4 придирчивый, мелочной (λόγοι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθώδης: -ες, (εἶδος) = πλήρης ἀκανθῶν· χῶρος, Ἡρόδ. 1. 126· τὸ ῥόδον, Ἀριστ. Προβλ. 12, 8, κτλ. 2) ἀκανθηρός, γλῶττα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 10, 2· τρίχες, αὐτόθι 1. 6, 6· ἐπὶ τῶν σπονδύλων = ἔχων ἀκάνθας, αὐτόθι 3. 7, 11, καὶ ἀλλ. 3) μεταφ., λόγοι ἀκ. = δύσκολοι, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ἀκ. βίος, Παροιμιογρ. πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀκανθώδης) ἄκανθα
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός
ἀκανθῶδες φυτόν
«ἀκανθῶδες ῥόδον» (Αριστοτ. Προβλ. 12, 8)
2. μτφ. δύσκολος, περίπλοκος
«ἀκανθῶδες ζήτημα», «λόγοι ἀκανθώδεις» (Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 10, 8), «ακανθώδης βίος» (Σούδα).

Greek Monotonic

ἀκανθώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που είναι γεμάτος αγκάθια, ακανθώδης, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., λόγοι ἀκανθώδεις, περίπλοκα, αιχμηρά, δύσκολα ζητήματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

εἶδος
1. full of thorns, thorny, Hdt.
2. metaph., λόγοι ἀκ. thorny arguments, Luc.