ἁλίκτυπος: Difference between revisions
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁλίκτῠπος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἁλίκτῠπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ударяемый морскими волнами]] (νᾶες Soph.; [[λέπας]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[бушующий в море]] ([[κῦμα]] Eur.; [[ἀήτης]] Anacr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, sea-smitten, of ships, S.Ant. 953 (lyr.), cf. AP6.23, Nonn.D.31.113; also ἁ. κῦμα roaring on the sea, E.Hipp.754 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἁλίκτῠπος) -ον
• Grafía: graf. ἁλαίκτ- Epic.Alex.Adesp.9.2.12
• Prosodia: [ᾰ-]
1 golpeado, batido por el mar ναῦς S.Ant.953, cf. Epic.Alex.Adesp.9.2.12, AP 6.23, Nonn.D.31.113.
2 del mar que golpea, que bate κῦμα E.Hipp.754, πόντος ἁ. Hell.4.56 (Samos IV d.C.)
•que agita el mar ἐς ἁλικτύπους ἀήτας Anacreont.50.8.
German (Pape)
[Seite 96] meerumrauscht, νῆες Soph. Ant. 943; λέπας Ep. ad. 128 (VI, 23); im Meere rauschend, κῦμα Eur. Hipp. 754; ἀήτης Anacr. 48, 8. Aber Eur. Or. 373, wo es für Schiffer stehen sollte, ist ἁλιτύπος richtigere Lesart.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 battu des flots;
2 qui résonne sur la mer : ἁλίκτυπον κῦμα EUR les flots retentissants de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κτυπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίκτῠπος:
1 ударяемый морскими волнами (νᾶες Soph.; λέπας Anth.);
2 бушующий в море (κῦμα Eur.; ἀήτης Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίκτῠπος: -ον, = ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κτυπούμενος, ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων μετὰ πατάγου καὶ ῥόχθου προσβαλλόμενος, ἐπὶ πλοίων, Σοφ. Ἀντ. 953 (λυρ.)· ὡσαύτων κῦμ’ ἀλίκτυπον ἅλμας, τὸ θορυβῶδες καὶ ἠχῆεν κῦμα τῆς θαλάσσης, Εὐρ. Ἱππ. 754 (λυρ.).
Greek Monolingual
ἁλίκτυπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπιέται από τα κύματα της θάλασσας, θαλασσόδαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (<ἃλς) + -κτυπος < κτύπος.
Greek Monotonic
ἁλίκτῠπος: -ον, 1. αυτός που χτυπιέται στη θάλασσα, λέγεται για πλοία σε κακό καιρό, σε Σοφ.
2. λέγεται για κύματα, που ηχούν με θόρυβο στη θάλασσα, σε Ευρ.
Middle Liddell
1. groaning at sea, of ships in bad weather, Soph.
2. of waves, roaring on the sea, Eur.
Mantoulidis Etymological
(=θαλασσοδαρμένος). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς ἅλς (=θάλασσα) + κτυπῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κτυπῶ.