ἄσχετος: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄσχετος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀάσχετος]] 2<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἄσχετος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀάσχετος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[неудержимый]], [[неукротимый]] ([[μένος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[невыносимый]], [[нестерпимый]] ([[πένθος]] Hom.; [[δίψος]] Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:57, 25 November 2022
English (LSJ)
Ep. also ἀάσχετος, ον, (σχεῖν) A not to be checked, ungovernable, πένθος ἄσχετον οὐκ ἐπιεικτόν Il.16.549; ἀάσχετον ἵκετο πένθος 24.708; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν resistless in might, Od.3.104; μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐδ' ἐπιεικτόν Il.5.892; κάκον ἄ. Alc.92; ὕβρις Epic. in Arch.Pap.7.6: in later Prose, ἄ. δίψος Luc. Dips.9; ἄ. ὁρμή Aret.SA2.12; of a person, ungovernable, unmanageable, γυνή PMag.Par.1.2071, cf. PMag.Lond.121.593. Adv. -τως Pl.Cra.415d: neut. ἄσχετον, -τα, as adverb, A.R.4.1738,1087. 2 not held together, Phlp. in Ph.533.4. 3 unrelated, πρός τι Anon. in Prm. (Rh.Mus.47.605), cf. Jul.Or.5.163b, Dam.Pr.3, al., Procl. in Cra.p.57 P., al.; ἄ. σχέσις Ps.-Alex.Aphr.in SE152.24; unqualified, ὕλη Dex.in Cat.51.21. Adv. -τως Procl.Inst.122, in Cra.p.70 P.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀάσχετος Il.5.892, 24.708
I 1incontenible, arrollador de comportamientos μένος Il.5.892, γέλως Pythag.C 6.26, ὁρμή Opp.H.1.492, Aret.SA 2.12.1, ὕβρις Dionysius 21re.1
•de pers. irreductible, irrefrenable κούρη Nonn.D.4.198, cf. PMag.4.2071, 7.593, frec. c. ac. de rel. μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν Od.3.104, cf. 2.85, 20.19, tb. de animales ταύρου ... μένος ἀσχέτου Hes.Th.832, ὄφις Nonn.D.4.379
•neutr. sg. o plu. como adv. inconteniblemente ἱμερθείς A.R.4.1738, cf. 1087, AP 5.272.2 (Paul.Sil.), Nonn.D.44.67.
2 irresistible, insoportable de abstr. πένθος Il.16.549, 24.708, κάκον Alc.364.1, μῦθος A.R.1.1334, φλόξ A.R.3.1048, ἕλκος Bio 1.40, δίψος Luc.Dips.9, πῆμα Q.S.1.370, ἠελίοιο ... αἴγλη Nonn.D.37.535.
3 intransitable κέλευθος D.P.474.
4 incomprensible μεταδόσεις entre el Padre y el Hijo, Dion.Ar.DN M.3.644A.
II 1que no forma unidad ὁ ἀμφορεὺς καὶ ὁ οἶνος Phlp.in Ph.533.4
•subst. τὸ ἄ. falta de unidad τῆς ὕλης Procl.in Cra.57.29.
2 no relacionado c. πρὸς y ac. ἀσχέτου αὐτοῦ ὄντος πρὸς τὰ μετ' αὐτόν (ὁ θεός) Porph.in Prm.3.35, cf. Procl.in Cra.61.20, Dexipp.in Cat.51.21
•absoluto, independiente (ὀνόματα) ἀπόλυτά τε καὶ ἄσχετα Gr.Nyss.Eun.1.568, del alma en rel. c. el cuerpo, Iul.Or.8.163b
•no alcanzado c. gen. πρὸς τὸ κρεῖττον ἐστράφθαι καὶ ἄσχετον εἶναι τοῦ χείρονος Synes.Insomn.10.
III adv. -ως
1 inconteniblemente τὸ ἀ. ἀεὶ ῥέον lo que fluye siempre sin obstáculo def. de la ἀρετή por falsa etim., Pl.Cra.415d, θρηνοῦσα ... ἀ. D.P.Au.2.8, αὐτοὺς ἀ. ἔχοντας τοῦ δρόμου App.BC 4.129.
2 sin condicionamientos πᾶν ... τὸ τῷ εἶναι ποιοῦν ἀ. ποιεῖ Procl.Inst.122, cf. in Cra.70, ἀ. προνοεῖν Marin.Procl.18.
German (Pape)
[Seite 382] unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένθος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irrésistible;
2 intolérable.
Étymologie: ἀ, ἔχω.
English (Autenrieth)
(σχεῖν) and ἀάσχετος: irresistible; πένθος, ‘overpowering,’ Il. 16.549, Il. 24.708.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον
αρχ.-μσν.
1. ακράτητος, ασυγκράτητος
2. ακαταμάχητος
3. απεριόριστος, υπέρμετρος
4. απόλυτος
νεοελλ.
αδαής, ακατατόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) σχ-, έσχον (αόρ. β' του έχω)].
Greek Monotonic
ἄσχετος: Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον (σχεῖν), ακατάσχετος ή ακατανίκητος, ασυγκράτητος, απροσμάχητος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσχετος: v.l. ἀάσχετος 2
1 неудержимый, неукротимый (μένος Hom.);
2 невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; δίψος Luc.).
Middle Liddell
σχεῖν
not to beheld in or checked, irrepressible, ungovernable, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=ἀσυγκράτητος, ἀκατανίκητος). Ἀπό τό α στερητ. + σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.