ἐνελαύνω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνελαύνω:''' (aor. 1 ἐνήλασα)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐνελαύνω:''' (aor. 1 ἐνήλασα)<br /><b class="num">1</b> [[вгонять]], [[вонзать]] ([[ἔγχος]] σάκεϊ Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2</b> [[вселять]], [[внушать]] (κότον καρδίᾳ Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:15, 25 November 2022
English (LSJ)
drive in or into, c. dat., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ἔγχος Il.20.259, cf. Pi.N.10.70: metaph., καρδίᾳ κότον Id.P.8.9:—Med., drive in or on, D.C.49.30.
Spanish (DGE)
1 tr. clavar, hundir ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος Il.20.259, fig. ὁπόταν τις ... καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.P.8.9.
2 intr. en v. med. lanzarse contra, atacar ὥστε καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα ... ἐνελαύνεσθαι D.C.49.30.3.
German (Pape)
[Seite 837] (s. ἐλαύνω), hineintreiben, -stoßen; Hom. in tmesi, wie Pind. N. 10, 131; übertr., ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8, 9, Groll tief ins Herz senken. – Med. ἐνελαύνεσθαι, von Wagen, darauffahren, D. Cass. 49, 30.
French (Bailly abrégé)
pousser dans, faire pénétrer dans, enfoncer dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνελαύνομαι s'élancer dans ou contre.
Étymologie: ἐν, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνελαύνω: (aor. 1 ἐνήλασα)
1 вгонять, вонзать (ἔγχος σάκεϊ Hom. - in tmesi);
2 вселять, внушать (κότον καρδίᾳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω τι μεθ’ ὁρμῆς εἴς τι, μετὰ δοτ., ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν... ἔγχος, ἐν τμήσει, ἀντὶ ἐνήλασε δεινῷ σάκει κτλ., Ἰλ. Υ. 259, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 131· μεταφ., ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ ὁ αὐτ. Π. 8. 11. - Μέσ., ἐλαύνω ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, οὕτω γὰρ δεινῶς ἰσχυρίζεται (ἡ φάλαγξ) ὥστε καὶ βαδίζειν τινὰς ἐπάνωθεν αὐτῆς, καὶ προσέτι καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα... ἐνελαύνεσθαι Δίων Κ. 49. 30.
English (Slater)
ἐνελαύνω drive into, implant c. acc. & dat. ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)
Greek Monolingual
ἐνελαύνω (Α)
1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐνελαύνω: μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ· βάζω, χώνω ή μπήγω, καρφώνω μέσα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.