εὔστροφος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> bien tourné, bien tressé;<br /><b>2</b> qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]]. | |btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[bien tourné]], [[bien tressé]];<br /><b>2</b> qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:12, 28 November 2022
English (LSJ)
Ep. ἐΰστρ-, ον, A well-twisted, ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ with well-twisted wool (i.e. a sling), Il.13.599,716 (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.). II easily turned, manageable, νῆες E.IA293 (Sup., lyr.); turning easily on a pivot, Hero Aut.26.2: metaph., ζῷον, of man, Pl. Criti.109c; πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔ. λόγος Plu.2.803f; τὸ εὔ. τοῦ φθέγματος Philostr.VS2.10.5. Adv. -φως, τέθριππον ἕλκων APl.4.385, cf. Alex.Trall.1.16.
German (Pape)
[Seite 1100] ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, σφενδόνη Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, ναῦς Eur. I. A. 293; ζῷον Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch ψυχή, Plut., λόγος πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., τέθριππον ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰστροφος;
ος, ον :
1 bien tourné, bien tressé;
2 qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;
Sp. εὐστροφώτατος.
Étymologie: εὖ, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
εὔστροφος: эп. ἐΰστροφος 2
1 крепко скрученный (ἄωτος Hom.);
2 поворотливый, удобоуправляемый (νῆες Eur., Plut.);
3 послушный (ζῷον Plat., Plut.);
4 изворотливый (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔστροφος: Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, καλῶς περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «καλῶς περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, εὐκίνητος, ἐλαφρός, ταχύς, γοργός, νῆες Εὐρ. Ι. Α. 293· ζῷον Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔστροφος, -ον
Α και ἐΰστροφος, -ον)
1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.)
2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ.
β. «εύστροφο πνεύμα»)
μσν.
1. επιτήδειος, ικανός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστροφον
η ευκινησία, η ταχύτητα
αρχ.
1. ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο μαλλί, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. η ετοιμότητα πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος», Φιλόστρ.).
επίρρ...
ευστρόφως και -α (ΑΜ εὐστρόφως)
1. με εύστροφο τρόπο, με ευκινησία
2. με έξυπνο τρόπο, με ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος, αντί-στροφος].
Greek Monotonic
εὔστροφος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),
I. αυτός που έχει περιστραφεί καλά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που στρέφεται εύκολα, αεικίνητος, δραστήριος, σβέλτος, ευκίνητος, εύστροφος στο νου, σε Ευρ.
Middle Liddell
στρέφω
I. well-twisted, Il.
II. easily turning, active, nimble, Eur.
Mantoulidis Etymological
(=εὐκίνητος). Ἀπό τό εὖ + στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.