πτοία: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> épouvante, effroi;<br /><b>2</b> transport de passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[épouvante]], [[effroi]];<br /><b>2</b> transport de passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:19, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοίᾱ Medium diacritics: πτοία Low diacritics: πτοία Capitals: ΠΤΟΙΑ
Transliteration A: ptoía Transliteration B: ptoia Transliteration C: ptoia Beta Code: ptoi/a

English (LSJ)

Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.

Russian (Dvoretsky)

πτοία: ἡ = πτόα.

Greek (Liddell-Scott)

πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.

Greek Monolingual

και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῖχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῦν τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).